Anonymous

φάσκωλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φάσκωλος''': ὁ, [[σάκκος]] [[βύρσινος]], μικρὰ [[πήρα]], σακκίδιον, σακκοῦλα, [[βαλλάντιον]], Λατ. pasceolus, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 303· ― τὸ οὐδ. φάσκωλον, μνημονεύεται παρ’ Ἁρποκρ., Φωτ., Μεγ. Ἐτυμολ., [[ἴσως]] [[ἡμαρτημένως]]· ὑποκορ. φασκώλιον, τό, Λυσίας παρ’ Ἁρποκρ., Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 19, Δίων Χρυσ. 1. 241. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φασκώλιον· [[βαλλάντιον]] [[δερμάτιον]]. [[φάσκωλος]] δὲ τὸ μέγα, εἰς ὃ τὰ ἱμάτια ἐμβάλλεται». ― [[Κατὰ]] [[Πολυδ]]. Ζ΄, 79 «φασκώλους δὲ ἔλεγον οἱ παλαιοὶ τὰ τῶν ἱματίων ἀγγεῖα καὶ θυλάκους», κατὰ δὲ Φώτιον: «φασκώλιον· ἱματιοφορεῖον· φάσκωλον δέ ἐστιν μαρσίπιον· φάσκωλον. [[πήρα]] τις [[οὕτως]] ἐκαλεῖτο, ὡς Ἰσαῖος καὶ Λυσίας».
|lstext='''φάσκωλος''': ὁ, [[σάκκος]] [[βύρσινος]], μικρὰ [[πήρα]], σακκίδιον, σακκοῦλα, [[βαλλάντιον]], Λατ. pasceolus, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 303· ― τὸ οὐδ. φάσκωλον, μνημονεύεται παρ’ Ἁρποκρ., Φωτ., Μεγ. Ἐτυμολ., [[ἴσως]] [[ἡμαρτημένως]]· ὑποκορ. φασκώλιον, τό, Λυσίας παρ’ Ἁρποκρ., Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 19, Δίων Χρυσ. 1. 241. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φασκώλιον· [[βαλλάντιον]] [[δερμάτιον]]. [[φάσκωλος]] δὲ τὸ μέγα, εἰς ὃ τὰ ἱμάτια ἐμβάλλεται». ― [[Κατὰ]] Πολυδ. Ζ΄, 79 «φασκώλους δὲ ἔλεγον οἱ παλαιοὶ τὰ τῶν ἱματίων ἀγγεῖα καὶ θυλάκους», κατὰ δὲ Φώτιον: «φασκώλιον· ἱματιοφορεῖον· φάσκωλον δέ ἐστιν μαρσίπιον· φάσκωλον. [[πήρα]] τις [[οὕτως]] ἐκαλεῖτο, ὡς Ἰσαῖος καὶ Λυσίας».
}}
}}
{{grml
{{grml