Anonymous

σχηματίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σχηματίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· - Παθητ., πρκμ. ἐσχημάτισμαι Ἀριστ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1· ἀλλ’ ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ μέσ., ἴδε κατωτ. Ι. 2. Ι. ἀμεταβ., [[λαμβάνω]] μορφήν τινα ἢ [[σχῆμα]], [[λαμβάνω]] θέσιν τινὰ ἢ στάσιν, ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα... ἐν ταῖς μάχαις Πλάτ. Πολ. 526D· τὰ αἰσχρὰ καὶ πονηρὰ σχήματα σχ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374Β· - ἀπολ., [[κάμνω]] σχήματα, χειρονομίας καὶ κινήσεως τοῦ σώματος, ὀρχοῦμαι ποιῶν παντοῖα σχήματα, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 324· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[Πολυδ]]. Δ΄, 95 (οὕτω, σχ. ἐμαυτόν, δίδω εἰς ἐμαυτὸν σχῆμά τι, Λουκ. π. Ὀρχ. 17)· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3· - Μέσ., [[ὡσαύτως]], προστάσεως, ἣν σχηματίζονται πρὸς τοὺς ἔξω, τὸ πομπῶδες [[σχῆμα]] [[ὅπερ]] λαμβάνουσι, Πλάτ. Πολ. 577Α. 2) ἐν τῷ μέσ. [[ὡσαύτως]], [[σχηματίζω]] ἐμαυτὸν κατά τινα τρόπον, προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι ἢ ὅτι [[κάμνω]] τι, Λατ. simulare, ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται, ἔκαμεν ὡς νὰ τὸν ἐγνώριζεν, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 268Α· σεμνύνεται ἐσχηματισμένη ὡς... ὑπερηφανεύεται ὅτι [[τάχα]]..., ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 511D· μετ’ ἀπαρ., σχηματίζονται ἀμαθεῖς [[εἶναι]] ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 342Β· σχηματιζόμενος, ἀντίθετον τῷ ἀληθῶς τι πεπονθώς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 255Α· μετ’ αἰτ., σχ. τροπήν, προσποιοῦμαι ἧτταν, Μαυρ. Στρατηγ. 4. 3, πρβλ. Πολύαιν. 5. 16, 1. 3) ἐπὶ ἀστέρος, εἶμαι εἴς τινα θέσιν, Μανέθων 4. 500· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Τζέτζ. ΙΙ. μεταβ., δίδω σχῆμά τι εἴς τι [[πρᾶγμα]], [[σχηματίζω]], μορφώνω, σχ. τὸ ἁρμόσον [[σχῆμα]] (ἐξυπακουομ. τὸ [[ὀθόνιον]]) δίδω εἰς τὸ [[πανίον]] [[σχῆμα]] τὸ ὁποῖον θὰ ἁρμόζῃ..., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· σχ. τὰ ἁπλᾶ σώματα Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 8, 1· τὸν ὄγκον ὁ αὐτ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1.10, 4· παρθένον ἀκέφαλον σχ. Ἐρατ. Καταστ. 9· ἕκαστον [[μέρος]] πρὸς τὸ βέλτιστον Διόδ. 5. 73· τὸ [[πρόσωπον]] εἰς ἡδονὴν Ἀχιλλ. Τάτ. 6. 11· τὸν βραχίονα γυμνὸν [[οἷον]] ἐφ’ ὕβρει Πλουτ. Γ. Γράκχ. 13· - Μέσ., σχηματίζεσθαι κόμην, διευθυτεῖν αὐτήν, Εὐρ. Μήδ. 1. 61. - Παθ., τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Ἀριστ. π. Οὐρ. 3.4, 4· τὸ ἐσχ. γίνεται ἐξ ἀσχημοσύνης ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 1. 5, 5, κλπ. ἐσχημάτισται δ’ ἀσπὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 465. 2) κοσμῶ, περικοσμῶ, [[στολίζω]], ἑαυτὸν ὡς κοσμιώτατα Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 14, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Δραπέτ. 13, ἐν Διῒ Τραγῳδ. 16· ἐν τῇ Ρητορ., σχ. λόγον Φιλόστρ. 516, πρβλ. 561· ἀντίθετον τῷ [[εὐθέως]] εἰπεῖν, Ρήτορες (Walz) 9. 345. ― Παθητ., ἐσχηματισμέναι περιέρχονται Λυσί. παρὰ Σουΐδ.· θεοὶ κατὰ τέχνην ἐσχηματισμένοι Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 8· τὸ ἐσχηματισμένον, [[ὕφος]] πλῆρες σχημάτων, Δημήτρ. Φαλ. 294, πρβλ. Διον. Ἁλ. Ρητ. 8 καὶ 9, Φιλόστρ. 597. 3) διευθετῶ κατά τινα σχήματα. χοροὺς Χαμαιλ. παρ’ Ἀθην. 21F· σχ. αὑτόν, [[λαμβάνω]] στάσιν [[ὅπως]] ζωγραφηθῶ, [[αὐτόθι]] 543F. ― Παθ. καὶ μέσ. [[λαμβάνω]] διαφόρους θέσεις ἢ στάσεις, [[μεταβάλλω]] πολυτρόπως τὸ σχῆμά μου, Ἱππ. π. Ἀγμ. 751· εἴθισται σχ., λαμβάνειν στάσιν τινά [[αὐτόθι]] 763· ἐς σχήματα σχηματίζεσθαι ὁ αὐτ. περὶ Ἄρθρ. 787· ἐπὶ ὑποκριτῶν, [[κάμνω]] σχήματα, χειρονομίας κ. τ. τ., Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. σ. 514 Δινδ., σ. 1177 Meineke, πρβλ. Ξεν Συμπ. 1. 9· σχηματιζόμενοι ῥυθμοὶ, συνδεόμενοι μὲ σχήματα, Ἀριστ. Ποιητ. 1. 6. 4) ἐν τῷ παθ., προσβάλλομαι κατά τινα τρόπον, ἐπὶ τῶν νοσούντων, Ἱππ. 192Η, 193Β· πρβλ. [[χειμάζω]]. 5) [[προσαρμόζω]], τι [[πρός]] τι Γεωπ. 6) [[σχηματίζω]] λέξιν, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ρ. 134.
|lstext='''σχηματίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· - Παθητ., πρκμ. ἐσχημάτισμαι Ἀριστ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1· ἀλλ’ ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ μέσ., ἴδε κατωτ. Ι. 2. Ι. ἀμεταβ., [[λαμβάνω]] μορφήν τινα ἢ [[σχῆμα]], [[λαμβάνω]] θέσιν τινὰ ἢ στάσιν, ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα... ἐν ταῖς μάχαις Πλάτ. Πολ. 526D· τὰ αἰσχρὰ καὶ πονηρὰ σχήματα σχ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374Β· - ἀπολ., [[κάμνω]] σχήματα, χειρονομίας καὶ κινήσεως τοῦ σώματος, ὀρχοῦμαι ποιῶν παντοῖα σχήματα, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 324· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πολυδ. Δ΄, 95 (οὕτω, σχ. ἐμαυτόν, δίδω εἰς ἐμαυτὸν σχῆμά τι, Λουκ. π. Ὀρχ. 17)· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3· - Μέσ., [[ὡσαύτως]], προστάσεως, ἣν σχηματίζονται πρὸς τοὺς ἔξω, τὸ πομπῶδες [[σχῆμα]] [[ὅπερ]] λαμβάνουσι, Πλάτ. Πολ. 577Α. 2) ἐν τῷ μέσ. [[ὡσαύτως]], [[σχηματίζω]] ἐμαυτὸν κατά τινα τρόπον, προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι ἢ ὅτι [[κάμνω]] τι, Λατ. simulare, ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται, ἔκαμεν ὡς νὰ τὸν ἐγνώριζεν, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 268Α· σεμνύνεται ἐσχηματισμένη ὡς... ὑπερηφανεύεται ὅτι [[τάχα]]..., ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 511D· μετ’ ἀπαρ., σχηματίζονται ἀμαθεῖς [[εἶναι]] ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 342Β· σχηματιζόμενος, ἀντίθετον τῷ ἀληθῶς τι πεπονθώς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 255Α· μετ’ αἰτ., σχ. τροπήν, προσποιοῦμαι ἧτταν, Μαυρ. Στρατηγ. 4. 3, πρβλ. Πολύαιν. 5. 16, 1. 3) ἐπὶ ἀστέρος, εἶμαι εἴς τινα θέσιν, Μανέθων 4. 500· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Τζέτζ. ΙΙ. μεταβ., δίδω σχῆμά τι εἴς τι [[πρᾶγμα]], [[σχηματίζω]], μορφώνω, σχ. τὸ ἁρμόσον [[σχῆμα]] (ἐξυπακουομ. τὸ [[ὀθόνιον]]) δίδω εἰς τὸ [[πανίον]] [[σχῆμα]] τὸ ὁποῖον θὰ ἁρμόζῃ..., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· σχ. τὰ ἁπλᾶ σώματα Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 8, 1· τὸν ὄγκον ὁ αὐτ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1.10, 4· παρθένον ἀκέφαλον σχ. Ἐρατ. Καταστ. 9· ἕκαστον [[μέρος]] πρὸς τὸ βέλτιστον Διόδ. 5. 73· τὸ [[πρόσωπον]] εἰς ἡδονὴν Ἀχιλλ. Τάτ. 6. 11· τὸν βραχίονα γυμνὸν [[οἷον]] ἐφ’ ὕβρει Πλουτ. Γ. Γράκχ. 13· - Μέσ., σχηματίζεσθαι κόμην, διευθυτεῖν αὐτήν, Εὐρ. Μήδ. 1. 61. - Παθ., τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Ἀριστ. π. Οὐρ. 3.4, 4· τὸ ἐσχ. γίνεται ἐξ ἀσχημοσύνης ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 1. 5, 5, κλπ. ἐσχημάτισται δ’ ἀσπὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 465. 2) κοσμῶ, περικοσμῶ, [[στολίζω]], ἑαυτὸν ὡς κοσμιώτατα Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 14, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Δραπέτ. 13, ἐν Διῒ Τραγῳδ. 16· ἐν τῇ Ρητορ., σχ. λόγον Φιλόστρ. 516, πρβλ. 561· ἀντίθετον τῷ [[εὐθέως]] εἰπεῖν, Ρήτορες (Walz) 9. 345. ― Παθητ., ἐσχηματισμέναι περιέρχονται Λυσί. παρὰ Σουΐδ.· θεοὶ κατὰ τέχνην ἐσχηματισμένοι Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 8· τὸ ἐσχηματισμένον, [[ὕφος]] πλῆρες σχημάτων, Δημήτρ. Φαλ. 294, πρβλ. Διον. Ἁλ. Ρητ. 8 καὶ 9, Φιλόστρ. 597. 3) διευθετῶ κατά τινα σχήματα. χοροὺς Χαμαιλ. παρ’ Ἀθην. 21F· σχ. αὑτόν, [[λαμβάνω]] στάσιν [[ὅπως]] ζωγραφηθῶ, [[αὐτόθι]] 543F. ― Παθ. καὶ μέσ. [[λαμβάνω]] διαφόρους θέσεις ἢ στάσεις, [[μεταβάλλω]] πολυτρόπως τὸ σχῆμά μου, Ἱππ. π. Ἀγμ. 751· εἴθισται σχ., λαμβάνειν στάσιν τινά [[αὐτόθι]] 763· ἐς σχήματα σχηματίζεσθαι ὁ αὐτ. περὶ Ἄρθρ. 787· ἐπὶ ὑποκριτῶν, [[κάμνω]] σχήματα, χειρονομίας κ. τ. τ., Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. σ. 514 Δινδ., σ. 1177 Meineke, πρβλ. Ξεν Συμπ. 1. 9· σχηματιζόμενοι ῥυθμοὶ, συνδεόμενοι μὲ σχήματα, Ἀριστ. Ποιητ. 1. 6. 4) ἐν τῷ παθ., προσβάλλομαι κατά τινα τρόπον, ἐπὶ τῶν νοσούντων, Ἱππ. 192Η, 193Β· πρβλ. [[χειμάζω]]. 5) [[προσαρμόζω]], τι [[πρός]] τι Γεωπ. 6) [[σχηματίζω]] λέξιν, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ρ. 134.
}}
}}
{{bailly
{{bailly