3,274,216
edits
(CSV import) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στέλεχος''': τό, καὶ ὁ, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 8, | |lstext='''στέλεχος''': τό, καὶ ὁ, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 8, Πολυδ. Ι΄, 166· (ἴδε ἐν λέξ. [[στέλλω]])· ― ἡ κορυφὴ ἢ [[στεφάνη]] τῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ [[πρέμνον]] ἢ ὁ κορμὸς ἄρχεται φυόμενος, Λατ. codex, δρυὸς ἐν στελέχει Πινδ. Ν. 10. 115, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 55. 2) [[καθόλου]], [[κορμός]], [[ξύλον]], στελέχη φέρειν, ”portare fustes”, Ἀριστοφ. Λυσ. 336· ἐκπρεμνίζειν στελέχη Δημ. 1073, 27· εἰσδύεσθαι εἰς τὰ στ., ἐπὶ κοίλων κορμῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 7. 3) μεταφορ., [[ἄνθρωπος]] [[βλάξ]], «κούτσουρο», «γομάρι», (ὡς τὸ Λατ. stipes), Λύσιππ. ἐν Ἀδήλ. 1. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |