τρυλίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῡλίζω''': [[θρυλίζω]], ἐπὶ τῶν ἐντέρων, Ἱππ. 534. 31· ἐπὶ τῆς φωνῆς ὄρτυγος, ὄρτυγας τρυλίζειν [[Πολυδ]]. Ε΄, 89, ἐν Θεογνώστου Καν. 24, 21: «τρυλίζει, ὀδύρεται». Ὀνοματοπ., ὡς τὸ [[τρύζω]]).
|lstext='''τρῡλίζω''': [[θρυλίζω]], ἐπὶ τῶν ἐντέρων, Ἱππ. 534. 31· ἐπὶ τῆς φωνῆς ὄρτυγος, ὄρτυγας τρυλίζειν Πολυδ. Ε΄, 89, ἐν Θεογνώστου Καν. 24, 21: «τρυλίζει, ὀδύρεται». Ὀνοματοπ., ὡς τὸ [[τρύζω]]).
}}
}}
{{grml
{{grml