3,277,048
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χελῑδόνιος''': ἢ -ειος, α, ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, | |lstext='''χελῑδόνιος''': ἢ -ειος, α, ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Πολυδ. Ϛ΄, 81· - ὁ τῆς χελιδόνος, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν χελιδόνα, [[μέλος]] Σουΐδ.· [[τεῖχος]] χ., οἰκοδομηθὲν ὑπὸ τῶν χελιδόνων, Θράσυλλ. παρὰ Πλουτ. 2. 1157D. ΙΙ. [[ὅμοιος]] χελιδόνι, [[μάλιστα]] δὲ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ λαιμοῦ τῆς χελιδόνος, ἐρυθρὸς καὶ μελαψός, ἰσχάδες χελιδόνιαι, μελαψὰ σῦκα, Ἀθήν. 652Ε, πρβλ. Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω, χελιδόνια (ἐξυπακουομ. τοῦ σῦκα) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476· χελιδόνεια Ἐπιγένης ἐν «Βακχείᾳ» 1. 2. 2) χελιδονέα, ἡ, [[εἶδος]] πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 56· lapis chelidonius (πρβλ. χελιδὼν Ι), Πλίν. 11. 79. 3) [[εἶδος]] ὄφεως, Γαλην. 4) τί τοῦτο ; ποδαπὸς [[οὗτος]] ; Β. χελιδόνειος ὁ [[δασύπους]], ἐπὶ τοῦ κοινοῦ λαγοῦ, Δίφλος ἐν «Ἀγνοίᾳ» 1. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[χελιδόνειος]], -ον, θηλ. και -<i>ία</i>, Α [[χελιδών]], -<i>όνος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[χελιδόνι]] (α. «[[χελιδόνιον]] τεῑχος» — [[τείχος]] χτισμένο από [[χελιδόνια]], Θράσυλλ.<br />β. «[[χελιδόνιον]] [[μέλος]]» — το [[τραγούδι]] του χελιδονιού, λεξ. [[Σούδα]])<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[χελιδονία]]<br />[[ονομασία]] πολύτιμου λίθου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[χελιδόνιον]]<br />[[αλοιφή]] για τα μάτια<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[χελιδόνια]]<br />α) [[ποικιλία]] σύκων, βασιλικά σύκα, βασιλόσυκα<br />β) [[γιορτή]] στη Ρόδο, [[κατά]] την οποία τα [[παιδιά]] τραγουδούσαν τα χελιδονίσματα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χελιδόνιος]] [[ἀσπίς]]» — [[ονομασία]] φιδιού <b>(Φιλούμ.)</b><br />β) «[[δασύπους]] [[χελιδόνειος]]» — ο [[λαγός]] <b>(Δίφιλ.)</b><br />γ) «χελιδόνιαι ἰσχάδες» — σκουρόχρωμα [[ξερά]] σύκα (<b> | |mltxt=και [[χελιδόνειος]], -ον, θηλ. και -<i>ία</i>, Α [[χελιδών]], -<i>όνος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[χελιδόνι]] (α. «[[χελιδόνιον]] τεῑχος» — [[τείχος]] χτισμένο από [[χελιδόνια]], Θράσυλλ.<br />β. «[[χελιδόνιον]] [[μέλος]]» — το [[τραγούδι]] του χελιδονιού, λεξ. [[Σούδα]])<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[χελιδονία]]<br />[[ονομασία]] πολύτιμου λίθου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[χελιδόνιον]]<br />[[αλοιφή]] για τα μάτια<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[χελιδόνια]]<br />α) [[ποικιλία]] σύκων, βασιλικά σύκα, βασιλόσυκα<br />β) [[γιορτή]] στη Ρόδο, [[κατά]] την οποία τα [[παιδιά]] τραγουδούσαν τα χελιδονίσματα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χελιδόνιος]] [[ἀσπίς]]» — [[ονομασία]] φιδιού <b>(Φιλούμ.)</b><br />β) «[[δασύπους]] [[χελιδόνειος]]» — ο [[λαγός]] <b>(Δίφιλ.)</b><br />γ) «χελιδόνιαι ἰσχάδες» — σκουρόχρωμα [[ξερά]] σύκα (<b>Πολυδ.</b>)<br />δ) «χελιδονεία [[κύλιξ]]» — [[τύπος]] ποτηριού <b>επιγρ.</b>. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |