Anonymous

χεσᾶς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
(46)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χεσᾶς''': ᾶ ἢ χεσᾶντος, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ [[διάρροια]] πάσχων γαστρὸς ἢ πυκνὰ χέζων ἢ μολύνων τὰ στρώματά του, κοινῶς «χεζᾶς», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 790, [[Πολυδ]]. Ε΄, 91, καὶ παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. χεζητιῶν, Εὐστ. 1000, 12.
|lstext='''χεσᾶς''': ᾶ ἢ χεσᾶντος, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ [[διάρροια]] πάσχων γαστρὸς ἢ πυκνὰ χέζων ἢ μολύνων τὰ στρώματά του, κοινῶς «χεζᾶς», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 790, Πολυδ. Ε΄, 91, καὶ παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. χεζητιῶν, Εὐστ. 1000, 12.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ᾱντος, ὁ, Α<br />[[χεζάς]], [[χέστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χεσ</i>- του αορ. <i>ἔ</i>-<i>χεσ</i>-<i>α</i> του ρ. [[χέζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ᾶς</i> του καθημερινού λεξιλογίου (<b>πρβλ.</b> <i>φαγ</i>-<i>ᾶς</i>)].
|mltxt=-ᾱντος, ὁ, Α<br />[[χεζάς]], [[χέστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χεσ</i>- του αορ. <i>ἔ</i>-<i>χεσ</i>-<i>α</i> του ρ. [[χέζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ᾶς</i> του καθημερινού λεξιλογίου (<b>πρβλ.</b> <i>φαγ</i>-<i>ᾶς</i>)].
}}
}}