Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνεπίμικτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπίμικτος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιμιγνύμενος, [[ἄμικτος]], [[ἀνεπίμικτος]] τῷ ἔξω Ἀριστ. π. Πνεύμ. 5, 4: καθαρὸς ἀπό τινος, [[ἀνεπίμικτος]] ῥυπαρίας, ἀναφέρεται ὡς εἰλημμένον ἐκ τοῦ Διοσκ. ΙΙ. ὁ μὴ μετ’ ἄλλων ἀναμιγνυόμενος, [[ἀκοινώνητος]], [[βίος]] ἀνεπ. ὁμιλίαις Πλούτ. 2. 438C· [[δίαιτα]] ἀνεπ. ὁ αὐτ. Ρωμ. 3· τό ἀνεπίμικτον, = ἡ [[ἀνεπιμιξία]], Στράβ. 333: ἐπὶ χώρας, ἡ μὴ συχναζομένη, ἣν δὲν ἐπισκέπτονται ξένοι, αὕτη ... ἐνεπίμικτος ἐγένετο ξενικαῖς δυνάμεσιν Διόδ. 5. 21, πρβλ. Πλούτ. 2. 604Β· οὕτω, ψυχὴ [[ἀνεπίμικτος]] πάθεσιν [[αὐτόθι]] 989C· ποιεῖσθαί τι ἀνεπ. ἑαυτῷ, ἀποξενῶ τι ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], «ἵνα οὖν ἀνεπιβούλευτον ἔχωσι τὴν κτῆσιν, ἀνεπίμικτον ἑαυτοῖς ἐποίησαν τὸν ἐξ ἀργύρου καὶ χρυσοῦ πλοῦτον» Διόδ. 5. 17. - Ἐπίρρ. ἀνεπιμίκτως [[Πολυδ]]. Ε΄, 139.
|lstext='''ἀνεπίμικτος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιμιγνύμενος, [[ἄμικτος]], [[ἀνεπίμικτος]] τῷ ἔξω Ἀριστ. π. Πνεύμ. 5, 4: καθαρὸς ἀπό τινος, [[ἀνεπίμικτος]] ῥυπαρίας, ἀναφέρεται ὡς εἰλημμένον ἐκ τοῦ Διοσκ. ΙΙ. ὁ μὴ μετ’ ἄλλων ἀναμιγνυόμενος, [[ἀκοινώνητος]], [[βίος]] ἀνεπ. ὁμιλίαις Πλούτ. 2. 438C· [[δίαιτα]] ἀνεπ. ὁ αὐτ. Ρωμ. 3· τό ἀνεπίμικτον, = ἡ [[ἀνεπιμιξία]], Στράβ. 333: ἐπὶ χώρας, ἡ μὴ συχναζομένη, ἣν δὲν ἐπισκέπτονται ξένοι, αὕτη ... ἐνεπίμικτος ἐγένετο ξενικαῖς δυνάμεσιν Διόδ. 5. 21, πρβλ. Πλούτ. 2. 604Β· οὕτω, ψυχὴ [[ἀνεπίμικτος]] πάθεσιν [[αὐτόθι]] 989C· ποιεῖσθαί τι ἀνεπ. ἑαυτῷ, ἀποξενῶ τι ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], «ἵνα οὖν ἀνεπιβούλευτον ἔχωσι τὴν κτῆσιν, ἀνεπίμικτον ἑαυτοῖς ἐποίησαν τὸν ἐξ ἀργύρου καὶ χρυσοῦ πλοῦτον» Διόδ. 5. 17. - Ἐπίρρ. ἀνεπιμίκτως Πολυδ. Ε΄, 139.
}}
}}
{{bailly
{{bailly