Anonymous

ἀμάραντος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμάραντος''': [ᾰμᾰ], ον, ([[μαραίνω]]) ὁ μὴ μαραινόμενος, μὴ φθειρόμενος, [[σοφία]] Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ϛ΄, 12): [[κληρονομία]] Ἐπιστολ. Πέτρ. Α΄, α΄, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2942C, Λουκ. Περὶ τοῦ Οἴκου 9, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀμ., ὁ, = [[ἄνθος]] [[οὐδέποτε]] μαραινόμενον, [[ἀμάραντος]], Διοσκ. 4. 57, Συλλ. Ἐπιγρ. 5759Ε, 3, [[Πολυδ]]. 1. 229.
|lstext='''ἀμάραντος''': [ᾰμᾰ], ον, ([[μαραίνω]]) ὁ μὴ μαραινόμενος, μὴ φθειρόμενος, [[σοφία]] Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ϛ΄, 12): [[κληρονομία]] Ἐπιστολ. Πέτρ. Α΄, α΄, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2942C, Λουκ. Περὶ τοῦ Οἴκου 9, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀμ., ὁ, = [[ἄνθος]] [[οὐδέποτε]] μαραινόμενον, [[ἀμάραντος]], Διοσκ. 4. 57, Συλλ. Ἐπιγρ. 5759Ε, 3, Πολυδ. 1. 229.
}}
}}
{{bailly
{{bailly