3,274,442
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νωτοφορέω''': [[φέρω]] ἐπὶ τῶν νώτων, Διόδ. 2. 54, 17. 105· καὶ [[νωτοφορία]], ἡ, τὸ φέρειν ἐπὶ τῶν νώτων, ὁ αὐτ. 2. 54· - ἐκ τοῦ νωτο-[[φόρος]], ον, ὁ φέρων ἐπὶ τῶν νώτων, [[ἀχθοφόρος]], [[φορτηγός]], ἄνδρες Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. Β΄, 2, πρβλ. ΚΔ΄, 13)· νωτ. [[ἡμίονος]] Ξεν., ὡς μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ | |lstext='''νωτοφορέω''': [[φέρω]] ἐπὶ τῶν νώτων, Διόδ. 2. 54, 17. 105· καὶ [[νωτοφορία]], ἡ, τὸ φέρειν ἐπὶ τῶν νώτων, ὁ αὐτ. 2. 54· - ἐκ τοῦ νωτο-[[φόρος]], ον, ὁ φέρων ἐπὶ τῶν νώτων, [[ἀχθοφόρος]], [[φορτηγός]], ἄνδρες Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. Β΄, 2, πρβλ. ΚΔ΄, 13)· νωτ. [[ἡμίονος]] Ξεν., ὡς μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Β΄, 180, ἀλλὰ τὸ κείμενον (Κύρ. 6. 2, 34) ἔχει τὸν ἢ τὸ νωτοφόρον, [[ζῷον]] ἀχθοφόρον, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 20· κτήνη νωτοφόρα Συλλ. Ἐπιγραφ. 5128. 15. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[νωτοφόρος]]· ὁ μὴ ὑπὸ [[ζυγόν]], ἀλλὰ τῷ νώτῳ ἀχθοφορῶν [[ἄνθρωπος]], [[ἵππος]], [[ὄνος]]». | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νωτοφορέω:''' нести на спине Diod. | |elrutext='''νωτοφορέω:''' нести на спине Diod. | ||
}} | }} |