Anonymous

ἄδολος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
(CSV import)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄδολος''': -ον, ἀγνός, ὁ [[ἄνευ]] δόλου ἢ ἀπάτης, [[τίμιος]], [[σοφία]], Πινδ. Ο. 7. 98· παρ’ Ἀττ. [[μάλιστα]] ἐπὶ συνθηκῶν, ἄδ. [[εἰρήνη]], Ἀρ. Λυσ. 168· σπονδαὶ ἄδ. καὶ ἀβλαβεῖς, Θουκ. 5. 18. ― Ἐπίρρ. συχνὸν ἐν τῇ φράσει ἀδόλως καὶ δικαίως, = [[ἄνευ]] ἀπάτης ἢ πανουργίας, Λατ. sine dolo malo, Θουκ. 5. 23· πρβλ. Πολύβ. 22. 15, 2. πρὸς Λίβιον 38. 11. καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[δόλος]]· ― οὕτω, πλουτεῖν ἀδόλως, Σκόλ. 8. Bergk. ― ἀδολότερον λέγεσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πιστῶς, Ἀντιφῶν 122. 42. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, = [[ἀνόθευτος]], [[γνήσιος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 95., [[στύραξ]], Διοσκ. 1. 79, [[ἀργύριον]], [[Πολυδ]]. 3. 86· ― μεταφ., αὔραις ἀδόλοις... ψυχᾶς, = καθαραῖς, ἁγναῖς, Εὐρ. Ἱκ. 1029.
|lstext='''ἄδολος''': -ον, ἀγνός, ὁ [[ἄνευ]] δόλου ἢ ἀπάτης, [[τίμιος]], [[σοφία]], Πινδ. Ο. 7. 98· παρ’ Ἀττ. [[μάλιστα]] ἐπὶ συνθηκῶν, ἄδ. [[εἰρήνη]], Ἀρ. Λυσ. 168· σπονδαὶ ἄδ. καὶ ἀβλαβεῖς, Θουκ. 5. 18. ― Ἐπίρρ. συχνὸν ἐν τῇ φράσει ἀδόλως καὶ δικαίως, = [[ἄνευ]] ἀπάτης ἢ πανουργίας, Λατ. sine dolo malo, Θουκ. 5. 23· πρβλ. Πολύβ. 22. 15, 2. πρὸς Λίβιον 38. 11. καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[δόλος]]· ― οὕτω, πλουτεῖν ἀδόλως, Σκόλ. 8. Bergk. ― ἀδολότερον λέγεσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πιστῶς, Ἀντιφῶν 122. 42. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, = [[ἀνόθευτος]], [[γνήσιος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 95., [[στύραξ]], Διοσκ. 1. 79, [[ἀργύριον]], Πολυδ. 3. 86· ― μεταφ., αὔραις ἀδόλοις... ψυχᾶς, = καθαραῖς, ἁγναῖς, Εὐρ. Ἱκ. 1029.
}}
}}
{{bailly
{{bailly