Anonymous

ἁμαξόποδες: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
(3)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁμαξόποδες''': οἱ, Λατ. arbusculae, κύλινδροι παχεῖς ὡς τροχοὶ δι’ ὧν πολεμικαὶ μηχαναὶ ἐκινοῦντο, Βιτρούβ. 10. 20: [[ἁμαξήποδες]] ἐν [[Πολυδ]]. 1. 253, «[[ἁμαξήποδες]], ὑφ’ ὧν ὁ [[ἄξων]] ἕλκεται στρεφόμενος.»
|lstext='''ἁμαξόποδες''': οἱ, Λατ. arbusculae, κύλινδροι παχεῖς ὡς τροχοὶ δι’ ὧν πολεμικαὶ μηχαναὶ ἐκινοῦντο, Βιτρούβ. 10. 20: [[ἁμαξήποδες]] ἐν Πολυδ. 1. 253, «[[ἁμαξήποδες]], ὑφ’ ὧν ὁ [[ἄξων]] ἕλκεται στρεφόμενος.»
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=οι<br />υποστηρίγματα του σκελετού αρχαϊκής άμαξας, [[μέσα]] στα οποία στρέφονταν τα [[άκρα]] τών αξόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμαξα]] <span style="color: red;">+</span> <i>πόδες</i>, πληθ. του ουσ. [[πους]], <i>ποδός</i>].
|mltxt=οι<br />υποστηρίγματα του σκελετού αρχαϊκής άμαξας, [[μέσα]] στα οποία στρέφονταν τα [[άκρα]] τών αξόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμαξα]] <span style="color: red;">+</span> <i>πόδες</i>, πληθ. του ουσ. [[πους]], <i>ποδός</i>].
}}
}}