3,258,359
edits
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκτρίβω''': ῑ: μέλλ. -ψω: μέλλ. παθ. β΄ -τρῐβήσομαι Σοφ. Ο. Τ. 428˙ [[τρίβω]] ἰσχυρῶς, καὶ διὰ τῆς ἰσχυρᾶς τριβῆς [[ἐξάγω]] ἢ [[παράγω]] τι, πῦρ Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15˙ φλόγα | |lstext='''ἐκτρίβω''': ῑ: μέλλ. -ψω: μέλλ. παθ. β΄ -τρῐβήσομαι Σοφ. Ο. Τ. 428˙ [[τρίβω]] ἰσχυρῶς, καὶ διὰ τῆς ἰσχυρᾶς τριβῆς [[ἐξάγω]] ἢ [[παράγω]] τι, πῦρ Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15˙ φλόγα Πολυδ. Θ΄, 155˙ (ἐν Σοφ. Φ. 296, ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων... ἔφην’ ἄφαντον φῶς, ἐκτρίβων ἔφηνα = [[τρίβων]] ἐξέφηνα, ἀλλ’ ἴδε κατωτ.): παθ., τὰ ψυχικὰ προτερήματα διὰ τὰ ἔπαθλα [[οἷον]] ἐκτρίβεται Λογγῖν. 44. 3. ΙΙ. κατασυντρίβω, [[καταστρέφω]] ἐξ ὁλοκλήρου, σφέας πίτυος τρόπον ἠπείλεε ἐκτρίψειν (ἴδε ἐν λ. [[πίτυς]]) Ἡρόδ. 6. 37˙ ἐκτρ. τινὰ πρόρριζον Εὐρ. Ἱππ. 684˙ τὴν ποίην ἐκ τῆς γῆς ἐκτρίβειν Ἡρόδ. 4. 120˙ ἐκτρ. τοῦ Κύκλωπος ὀφθαλμὸν Εὐρ. Κύκλ. 475˙ κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῖψαι βίον, νὰ τελειώσῃ κακῶς τὸν ἄθλιον βίον του, Λατ. conterere vitam, Σοφ. Ο. Τ. 248, πρβλ. 428: - Παθ., [[πρόρριζος]] ἐκτέτριπται Ἡρόδ. 6. 86˙ ὁπλὰς ἐκτετριμμένος, ἔχων τὰς ὁπλὰς τετριμμένας, ἐφθαρμένας, Λουκ. Ὄνος 19˙ πρβλ. [[διατρίβω]] Ι. ΙΙΙ. προξενῶ διαρκῆ ἔκτριψιν εἴς τι, [[τρίβω]] διαρκῶς, Ἄτλας, ὁ χαλκέοισι... νώτοις οὐρανὸν... ἐκτρίβων Εὐρ. Ἴων 1˙ «[[οὕτως]] ἄτρεπτος ὁ [[χαλκόνωτος]] Ἄτλας, [[ὥστε]] [[μᾶλλον]] τὸν οὐρανὸν ἢ τοὺς ὤμους ἐκτρίβειν ἐν τῷ ἀνέχειν αὐτόν» Barnes·Ϗ ἀλλὰ τὸ [[χωρίον]] φαίνεται ἐφθαρμένον˙ ἴδε ἐν τούτοις σημείωσιν Paley ἐν τόπῳ. IV. διὰ τῆς τριβῆς «ξεφλουδίζω» τι, χίδρα μὲν ἐκτρίψειας Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 126Β. V. διὰ τῆς τριβῆς ποιῶ τι λεῖον, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 6˙ [[τρίβω]], [[καθαρίζω]], στιλβώνω, ἐκτρίβειν... τὰς πανοπλίας Πολύβ. 10. 20, 2. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |