Anonymous

ἐσχάρα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
(CSV import)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐσχάρα''': Ἰωνικ. άρη ᾰ, ἡ, Ἐπικ. γεν. καὶ δοτ. [[ἐσχαρόφιν]] (ἀπ᾿ ἐσχ- Ὀδ. Η. 169· ἐπ᾿ ἐσχ- Ε. 59, Τ. 389). Ὁ [[τόπος]] ἐφ᾿ ᾧ τὸ πῦρ καίεται, [[ἑστία]], «γωνιά», Ὅμ. ([[μάλιστα]] ἐν Ὀδ.), ἡ μὲν ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἧστο, ἐκάθητο πλησίον τῆς ἑστίας, Ὀδ. Ζ. 52· ἧσται ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἐν πυρὸς αὐγῇ [[αὐτόθι]] 305· ὡς [[τόπος]] ἐφεστίου [[πυρός]], [[ἔνθα]] κατέφευγον οἱ ἱκέται ζητοῦντες ἄσυλον, καθέζετο ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν, παρὰ τὴν ἑστίαν (ἴδε Εὐστ. ἐν τόπῳ), Ὀδ. Η. 153, πρβλ. 160, 169, Τ. 389· ἐν χρήσει πρὸς παρασκευὴν φαγητῶν, Υ. 123· πρὸς καῦσιν εὐωδῶν ξύλων ἢ θυμιαμάτων, Ε. 59· [[ἐνίοτε]] δὲ ἦτο κινητή, [[εἶδος]] πυραύνου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 888, Σφ. 938· πρβλ. [[Πολυδ]]. Γ. 94, 95, Βεκκήρου Χαρικλ. 1. σ. 205. 2) Τρώων πυρὸς ἐσχάραι, πυρὰ στρατευμάτων ἐν καιρῷ πολέμου, Ἰλ. Κ. 418. ΙΙ. θυτικὴ [[ἐσχάρα]], βωμὸς πρὸς προσφορὰν ὁλοκαυτωμάτων, διακρινομένη [[ὅμως]] ἀπὸ τοῦ γενικωτέρου [[βωμός]], ὡς τὸ Λατ. altare ἀπὸ τοῦ ara «βωμὸς [[ἰσόπεδος]]» (Ἀπολλ. Λεξ.), «βωμοῦ δὲ διαφέρει [[ἐσχάρα]], [[καθότι]] ὁ μὲν ὑπερέστηκεν, ἡ δὲ πρόσγειός ἐστι» (Εὐστ. 1575. 40), Ὀδ. Ξ. 420, ἴδε Σοφ. Ἀντ. 1016· πρὸς ἐσχάραν Φοίβου Αἰσχύλ. Πέρσ. 205· ἐπ᾿ ἐσχάρᾳ πυρὸς ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 108· ἡμένας ἐπ᾿ ἐσχάραις [[αὐτόθι]] 806· Πυθική, [[Διός]], θεῶν Εὐρ. Ἀνδρ. 1241. 41, κτλ., πρβλ. Δημ. 1385. 2· [[ἐνίοτε]] κινητή, καὶ πῦρ [[ὄπισθεν]] [[αὐτοῦ]] ἐπ᾿ ἐσχάρας [[μεγάλης]] ἄνδρες εἵποντο φέροντες Ξεν. Κύρ. 8. 3, 12,· Καλλίξ. παρ᾿ Ἀθην. 202Β· ἐσχ. [[βωμιαῖος]] Σοφ. Ἀποσπ. 36· [[βώμιος]] Εὐρ. Φοίν. 274. ΙΙΙ. [[μέσον]] πρὸς παραγωγὴν [[πυρός]], [[οἷον]] ξηρὸν [[ξύλον]], προσάναμμα, «δᾳδί», κτλ., ὡς τὸ [[πυρεῖον]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 7, περὶ Πυρὸς 64. IV. πᾶσα βάσις, ἐφ᾿ ἧς στηρίζεταί τι, ὡς τὸ [[βωμός]], Vitruv. 10. 11, 9. V. παρ᾿ Ἰατρ. [[ἐσχάρωμα]], «κακάδι», [[ὅπερ]] σχηματίζεται ἐπὶ καυτηριασθέντος ἕλκους, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 788, κτλ., Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 2, Ἀριστ. Προβλ. 1. 32, πρβλ. Ἁρποκρ., Σουΐδ., καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει. VI. μαγειρικὸν [[ἐργαλεῖον]] ὡς καὶ νῦν, ἐσχάρην κρεηδόκον Ἀνθ. Π. 101· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. VII. ἐν τῷ πληθ., = τὰ χείλη τῶν γυναικείων αἰδοίων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1283 (1286), Σουΐδ.
|lstext='''ἐσχάρα''': Ἰωνικ. άρη ᾰ, ἡ, Ἐπικ. γεν. καὶ δοτ. [[ἐσχαρόφιν]] (ἀπ᾿ ἐσχ- Ὀδ. Η. 169· ἐπ᾿ ἐσχ- Ε. 59, Τ. 389). Ὁ [[τόπος]] ἐφ᾿ ᾧ τὸ πῦρ καίεται, [[ἑστία]], «γωνιά», Ὅμ. ([[μάλιστα]] ἐν Ὀδ.), ἡ μὲν ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἧστο, ἐκάθητο πλησίον τῆς ἑστίας, Ὀδ. Ζ. 52· ἧσται ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἐν πυρὸς αὐγῇ [[αὐτόθι]] 305· ὡς [[τόπος]] ἐφεστίου [[πυρός]], [[ἔνθα]] κατέφευγον οἱ ἱκέται ζητοῦντες ἄσυλον, καθέζετο ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν, παρὰ τὴν ἑστίαν (ἴδε Εὐστ. ἐν τόπῳ), Ὀδ. Η. 153, πρβλ. 160, 169, Τ. 389· ἐν χρήσει πρὸς παρασκευὴν φαγητῶν, Υ. 123· πρὸς καῦσιν εὐωδῶν ξύλων ἢ θυμιαμάτων, Ε. 59· [[ἐνίοτε]] δὲ ἦτο κινητή, [[εἶδος]] πυραύνου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 888, Σφ. 938· πρβλ. Πολυδ. Γ. 94, 95, Βεκκήρου Χαρικλ. 1. σ. 205. 2) Τρώων πυρὸς ἐσχάραι, πυρὰ στρατευμάτων ἐν καιρῷ πολέμου, Ἰλ. Κ. 418. ΙΙ. θυτικὴ [[ἐσχάρα]], βωμὸς πρὸς προσφορὰν ὁλοκαυτωμάτων, διακρινομένη [[ὅμως]] ἀπὸ τοῦ γενικωτέρου [[βωμός]], ὡς τὸ Λατ. altare ἀπὸ τοῦ ara «βωμὸς [[ἰσόπεδος]]» (Ἀπολλ. Λεξ.), «βωμοῦ δὲ διαφέρει [[ἐσχάρα]], [[καθότι]] ὁ μὲν ὑπερέστηκεν, ἡ δὲ πρόσγειός ἐστι» (Εὐστ. 1575. 40), Ὀδ. Ξ. 420, ἴδε Σοφ. Ἀντ. 1016· πρὸς ἐσχάραν Φοίβου Αἰσχύλ. Πέρσ. 205· ἐπ᾿ ἐσχάρᾳ πυρὸς ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 108· ἡμένας ἐπ᾿ ἐσχάραις [[αὐτόθι]] 806· Πυθική, [[Διός]], θεῶν Εὐρ. Ἀνδρ. 1241. 41, κτλ., πρβλ. Δημ. 1385. 2· [[ἐνίοτε]] κινητή, καὶ πῦρ [[ὄπισθεν]] [[αὐτοῦ]] ἐπ᾿ ἐσχάρας [[μεγάλης]] ἄνδρες εἵποντο φέροντες Ξεν. Κύρ. 8. 3, 12,· Καλλίξ. παρ᾿ Ἀθην. 202Β· ἐσχ. [[βωμιαῖος]] Σοφ. Ἀποσπ. 36· [[βώμιος]] Εὐρ. Φοίν. 274. ΙΙΙ. [[μέσον]] πρὸς παραγωγὴν [[πυρός]], [[οἷον]] ξηρὸν [[ξύλον]], προσάναμμα, «δᾳδί», κτλ., ὡς τὸ [[πυρεῖον]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 7, περὶ Πυρὸς 64. IV. πᾶσα βάσις, ἐφ᾿ ἧς στηρίζεταί τι, ὡς τὸ [[βωμός]], Vitruv. 10. 11, 9. V. παρ᾿ Ἰατρ. [[ἐσχάρωμα]], «κακάδι», [[ὅπερ]] σχηματίζεται ἐπὶ καυτηριασθέντος ἕλκους, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 788, κτλ., Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 2, Ἀριστ. Προβλ. 1. 32, πρβλ. Ἁρποκρ., Σουΐδ., καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει. VI. μαγειρικὸν [[ἐργαλεῖον]] ὡς καὶ νῦν, ἐσχάρην κρεηδόκον Ἀνθ. Π. 101· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. VII. ἐν τῷ πληθ., = τὰ χείλη τῶν γυναικείων αἰδοίων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1283 (1286), Σουΐδ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly