3,274,917
edits
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁδρός''': -ά, -όν, κατὰ τὴν πρώτην σημασίαν φαίνεται ὅμοιον τῷ [[ἀδινός]] (μεθ’ οὗ συσχετίζεται ὡς τὸ κυδρὸς πρὸς τὸ [[κυδνός]]) σημαῖνον [[πυκνός]], [[παχύς]], [[ὀγκώδης]]. Ι. ἐπὶ πραγμάτων: χιόνα ἁδρὴν πίπτουσαν εἶδε, πυκνὴν εἰς νιφάδας, Ἡρόδ. 4. 31: - τῶν ἀνθράκων οἱ ἁδρότατοι, οἱ στερεώτατοι, Ἰππ. 648. 55· - κίονες ἁδ. = μεγάλοι, Διόδ. 3.47· τοὺς ἁδροτάτους τῶν λέμβων, ὁ αὐτ. 20. 85: - [[ἰσχυρός]], [[μέγας]] ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν, ἁδρὸς [[πόλεμος]], Ἀριστοφ. Βάτ. 1099· ῥεύματα, πλήρη, ἐξωγκωμένα, Ἀριστ. Προβλ. 28. 1, 3· ἐπὶ βροχῆς, = ῥαγδαία, ὁ αὐτ. Κόσμ. 4, 6· ἐπὶ [[πυρός]], Πλουτ. Σόλων 1· [[δῆγμα]], Διόδ. 1. 35· δωρεάς τε και τιμὰς ἁδρὰς δοῦναι, = ἀφθόνους, ὁ αὐτ. 19. 86· - ἐπὶ ὕφους, = [[μεγαλοπρεπής]], Λογγῖν. 40, 4. Τὸ ἁδ., = Λατ. ubertas, grandiloquentia, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἰσχνόν, Schäf. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. Ὀνομ. σ. 65. - Ἐπιρρ. συγκρ. ἁδροτέρως διαιτᾶν, νά τρώγῃ τις χορταστικώτερα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν λεπτὴν δίαιταν, Ἱππ. Ἀφ. 1243· ἁδρ. φαρμακεύειν, [[αὐτόθι]]· ὡσαύτ. οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., ἁδρὸν γελάσαι, = γελάσαι ἠχηρῶς, Ἀντιφῶν ἐν «Λημνίαις» 2. 8. πρβλ. | |lstext='''ἁδρός''': -ά, -όν, κατὰ τὴν πρώτην σημασίαν φαίνεται ὅμοιον τῷ [[ἀδινός]] (μεθ’ οὗ συσχετίζεται ὡς τὸ κυδρὸς πρὸς τὸ [[κυδνός]]) σημαῖνον [[πυκνός]], [[παχύς]], [[ὀγκώδης]]. Ι. ἐπὶ πραγμάτων: χιόνα ἁδρὴν πίπτουσαν εἶδε, πυκνὴν εἰς νιφάδας, Ἡρόδ. 4. 31: - τῶν ἀνθράκων οἱ ἁδρότατοι, οἱ στερεώτατοι, Ἰππ. 648. 55· - κίονες ἁδ. = μεγάλοι, Διόδ. 3.47· τοὺς ἁδροτάτους τῶν λέμβων, ὁ αὐτ. 20. 85: - [[ἰσχυρός]], [[μέγας]] ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν, ἁδρὸς [[πόλεμος]], Ἀριστοφ. Βάτ. 1099· ῥεύματα, πλήρη, ἐξωγκωμένα, Ἀριστ. Προβλ. 28. 1, 3· ἐπὶ βροχῆς, = ῥαγδαία, ὁ αὐτ. Κόσμ. 4, 6· ἐπὶ [[πυρός]], Πλουτ. Σόλων 1· [[δῆγμα]], Διόδ. 1. 35· δωρεάς τε και τιμὰς ἁδρὰς δοῦναι, = ἀφθόνους, ὁ αὐτ. 19. 86· - ἐπὶ ὕφους, = [[μεγαλοπρεπής]], Λογγῖν. 40, 4. Τὸ ἁδ., = Λατ. ubertas, grandiloquentia, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἰσχνόν, Schäf. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. Ὀνομ. σ. 65. - Ἐπιρρ. συγκρ. ἁδροτέρως διαιτᾶν, νά τρώγῃ τις χορταστικώτερα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν λεπτὴν δίαιταν, Ἱππ. Ἀφ. 1243· ἁδρ. φαρμακεύειν, [[αὐτόθι]]· ὡσαύτ. οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., ἁδρὸν γελάσαι, = γελάσαι ἠχηρῶς, Ἀντιφῶν ἐν «Λημνίαις» 2. 8. πρβλ. Πολυδ. 4. 9· ἁδρότερον πιεῖν, περισσότερον, ἀφθονώτερον, Δίφιλ. ἐν «Αἱρησιτείχει», 1. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων: [[μέγας]], [[ὡραῖος]], [[εὐτραφής]], ἐπεὰν τὸ [[παιδίον]] ἁδρὸν γένηται, Ἡρόδ. 4. 180· τῷ παιδί, [[ἐπήν]] ἀδρὸς ἔῃ, Ἱππ. 232, 42· - τῶν παίδων ὅσοι ἁδροί, Πλάτ. Πολ. 466Ε· οἱ ἁδρότεροι, οἱ [[μᾶλλον]] ἀνεπτυγμένοι κατὰ τὸ [[σῶμα]], οἱ ἰσχυρότεροι, Ἰσοκρ 255C. Παρὰ τοῖς Ἑβδ., οἱ ἁδροὶ [[εἶναι]] οἱ ἄρχοντες, ἡγεμόνες, Βασιλ. Δ΄. ι΄, 6. 2) [[οὕτως]] ἐπὶ ζῴων, [[χοῖρος]], Ξεν. Οἰκ. 17. 10· [[λύκος]], Βαβρ. 101, καὶ παρὰ μεταγεν. Κωμ. συχνὰ ἐπὶ κρέατος, ἐπὶ ἰχθύων, κτλ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 1, «Ἁλιευομένῃ» 1. 21, Ἄλεξ. ἐν «Παμφίλῃ» 1, κτλ. 3) ἐπὶ καρποῦ ἢ σίτου, = [[καλῶς]] ἀνεπτυγμένος, [[ὥριμος]]: [[ὅκως]] εἴη [[καρπὸς]] ἁδ., Ἡρόδ. 1. 17, πρβλ. Ἀριστ. Μεταφ. 4. 7, 8. 4) ἐπὶ ᾠοῦ, ἕτοιμον πρὸς ἐκκόλαψιν, ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 6. 2, 7: - ἡ [[λέξις]] κατὰ πρῶτον ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ., [[οὐδέποτε]] δὲ παρὰ Τραγ., καὶ [[εἶναι]] [[σπανία]] παρὰ τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀττικῶν συγγραφέων, ἀλλὰ τὰ παράγωγα ἁδρότης, [[ἁδροσύνη]], [[ἁδρύνω]], ἀπαντῶσι παρ’ Ὁμήρ., Ἡσ., Σοφ., καὶ ἄλλ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |