3,274,831
edits
(CSV import) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπέρκοπος''': -ον, (√ΚΟΠ, [[κόπτω]], πρβλ. [[παράκοπος]]), ὁ ὑπερβαίνων πᾶν [[ὅριον]], [[θρασύς]], [[αὐθάδης]], [[ἀλαζονικός]], ὑπέρκοπον μηδέν ποτ’ εἴπης αὐτὸς ἐς θεοὺς [[ἔπος]] Σοφ. Αἴ. 127. - Ἐπίρρ., αὐθαδῶς, ὑπερηφάνως, ὑπερβολικῶς, οἱ δ’ ὑπερκόπως ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα Αἰσχύλ. Χο. 136· καὶ ἡ ὑπὸ τοῦ Heath [[διόρθωσις]] τοῦ ὑπερκόπως (ἀντὶ -κότως) ἐγένετο [[καθόλου]] δεκτὴ ἐν Ἀγαμ. 467, τὸ δ’ ὑπερκόπως κλύειν εὖ. - Ἐν τοῖς χωρίοις ὅσα μνημονεύονται [[ἐνταῦθα]] καὶ ἐν λέξ. [[ὑπέρκομπος]], ἑκατέρα [[λέξις]] κάλλιστα ἁρμόττει· [[ἐπειδὴ]] [[ὅμως]] ἐν τοῖς πρὸ μικροῦ μνημονευθεῖσι χωρίοις τὸ [[μέτρον]] ἀναγκαίως ἀπαιτεῖ [[ὑπέρκοπος]], ἐν ᾧ οὐδὲν τῶν χωρίων τῶν ἀναφερομένων ἐν λέξ. [[ὑπέρκομπος]] (πλὴν τοῦ [[αὐτόθι]] χωρίου τοῦ Μενάνδρου) ἀπαιτεῖ [[ὑπέρκομπος]], ὁ Blomf. ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. (ἔνθ’ ἀνωτ.) προτείνει νὰ γράφηται [[ὑπέρκοπος]] ἀντὶ -κομπος ἁπανταχοῦ τῶν Τραγικῶν. ΙΙ. καταπεπονημένος, [[κατάκοπος]], ὑπ. γενομένη [ἡ [[πάρδαλις]]] Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 6, πρβλ. | |lstext='''ὑπέρκοπος''': -ον, (√ΚΟΠ, [[κόπτω]], πρβλ. [[παράκοπος]]), ὁ ὑπερβαίνων πᾶν [[ὅριον]], [[θρασύς]], [[αὐθάδης]], [[ἀλαζονικός]], ὑπέρκοπον μηδέν ποτ’ εἴπης αὐτὸς ἐς θεοὺς [[ἔπος]] Σοφ. Αἴ. 127. - Ἐπίρρ., αὐθαδῶς, ὑπερηφάνως, ὑπερβολικῶς, οἱ δ’ ὑπερκόπως ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα Αἰσχύλ. Χο. 136· καὶ ἡ ὑπὸ τοῦ Heath [[διόρθωσις]] τοῦ ὑπερκόπως (ἀντὶ -κότως) ἐγένετο [[καθόλου]] δεκτὴ ἐν Ἀγαμ. 467, τὸ δ’ ὑπερκόπως κλύειν εὖ. - Ἐν τοῖς χωρίοις ὅσα μνημονεύονται [[ἐνταῦθα]] καὶ ἐν λέξ. [[ὑπέρκομπος]], ἑκατέρα [[λέξις]] κάλλιστα ἁρμόττει· [[ἐπειδὴ]] [[ὅμως]] ἐν τοῖς πρὸ μικροῦ μνημονευθεῖσι χωρίοις τὸ [[μέτρον]] ἀναγκαίως ἀπαιτεῖ [[ὑπέρκοπος]], ἐν ᾧ οὐδὲν τῶν χωρίων τῶν ἀναφερομένων ἐν λέξ. [[ὑπέρκομπος]] (πλὴν τοῦ [[αὐτόθι]] χωρίου τοῦ Μενάνδρου) ἀπαιτεῖ [[ὑπέρκομπος]], ὁ Blomf. ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. (ἔνθ’ ἀνωτ.) προτείνει νὰ γράφηται [[ὑπέρκοπος]] ἀντὶ -κομπος ἁπανταχοῦ τῶν Τραγικῶν. ΙΙ. καταπεπονημένος, [[κατάκοπος]], ὑπ. γενομένη [ἡ [[πάρδαλις]]] Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 6, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 84. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |