Anonymous

χελιδών: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
(CSV import)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χελῑδών''': -όνος, ἡ, (καὶ ἐπὶ τῆς ἄρρενος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 151· ἀλλ’ ὡς ἀρσ. μεταφ. ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἴων ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1680, ἴδε Ἠρῳδιαν. π. μον. λέξ. 9)· - κλητ. χελιδὸν Ἀνακρεόντ. 9. 2, Ἀνθ. Παλατ. 9. 70, ἀλλὰ χελιδὼν Σαπφ. 99 Ahr., καὶ χελιδοῖ, [[ὥσπερ]] ἐξ ὀνομ. χελιδώ, Ἀνακρ. 67, Σιμωνίδ. 74, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1411· (ἴδε ἐν λ.). Ὡς καὶ νῦν, κοιν. «χελιδόνι», Ὀδ. Φ. 411, Χ. 240, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 566, Ἡρόδ. 2. 22, καὶ Ἀττ.· - ἡ λαλιὰ τῆς χελιδόνος ἦτο [[παροιμιώδης]] καὶ ἐλέγετο ἐπὶ βαρβάρων γλωσσῶν παρὰ τοῖς Ἕλλησιν, [[εἴπερ]] ἐστὶ μὴ χελιδόνος δίκην ἀγνῶτα φωνὴν βάρβαρον κεκτημένη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1050· - καθ’ Ἡσύχ.: «χελιδόνος δίκην· τοὺς βαρβάρους χελιδόσιν ἀπεικάζουσι διὰ τὴν ἀσύνθετον λαλιάν»· - [[ἐντεῦθεν]], ὁ χελιδὼν = ὁ [[βάρβαρος]], Ἴων ἔνθ’ ἀνωτ.· [[χελιδονίζω]] = βαρβαρίζω, Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 408, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 680· ([[οὕτως]] αἱ φωναὶ τῶν πτηνῶν [[καθόλου]] παραβάλλονται πρὸς βάρβαρον γλῶσσαν, Ἡρόδ. 2. 57)· - χελιδόνων μουσεῖα, «ἀντὶ τοῦ βάρβαρα καὶ ἀσύνετα· καὶ γὰρ [[παροιμία]] ἐπὶ τῶν βαρβάρων καὶ πολυλόγων καὶ ἐπαχθῶν ἐστὶ ταττομένη» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 93 (κατὰ παρῳδίαν τοῦ ἀηδόνων μουσεῖα παρ’ Εὐρ., ἴδε Ἀποσπ. 89)· - ἡ χελιδὼν [[εἶναι]] πτηνὸν ἀποδημητικόν, Ἡρόδ. 2. 22· [[πέδοικος]] χ. (δηλ. [[μέτοικος]]) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 48, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 714 κἑξ.· [[ἐντεῦθεν]] αἱ παροιμίαι μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 7, 15 (ἐκ τοῦ Κρατίνου κατὰ τὰ Κραμήρου Παρισ. Ἀν. 1. 182)· δεῖσθαι δ’ ἔοικεν οὐκ ὀλίγων χελιδόνων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1417, πρβλ. 1681 ([[ἔνθα]] [[ἴσως]] δεκτέα ἡ τοῦ Bentley [[διόρθωσις]]: βαβάζει γ)· - [[ὡσαύτως]], χ. λευκή, ἐπὶ σπανίων πραγμάτων ἢ συμβάντων, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6 39 κτλ.· - μικροὶ λίθοι εὐρισκόμενοι ἐν τῷ προλόβῳ τῶν νεοσσῶν χελιδόνων ἐθεωροῦντο ὡς ἰαματικοὶ τῆς ἐπιληψίας, Θεοφ. Νόνν. 36, πρβλ. [[χελιδόνιος]]. ΙΙ. ὁ πετόμενος ἰχθύς, τὸ «χελιδονόψαρον», exocoetus volitans ἢ evolans, hirondelle de mer, Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 1. 5, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 7, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σελ. 68. ΙΙΙ. ἡ ἐν τῷ κοιλώματι τῆς ὁπλῆς τοῦ ἵππου μαλακὴ [[οὐσία]] (οὐχὶ ἀκριβῶς ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. τὸ κοῖλον τῆς ὁπλῆς τῶν ἵππων), οὕτω κληθεῖσα [[ἐπειδὴ]] [[εἶναι]] δισχιδὴς ὡς ἡ οὐρὰ τῆς χελιδόνος, Ξεν. Ἱππ. 1, 3., 4, 5., 6, 2, [[Πολυδ]]. Α΄, 188, κτλ.· - ἐκαλεῖτο καὶ [[βάτραχος]], Γεωπον. 16· 1, 9, Ἱππιατρ. σ. 34 κἑξ.· Λατ. ranula, Veger 1. 56, 31., 2. 58, 4. 2) τὸ αὐτὸ [[μέρος]] τοῦ ποδὸς κυνὸς ὡς τὸ τοῦ ἵππου, Σουΐδ. 3) [[κοιλότης]] μικρὰ [[ὑπὲρ]] τὴν καμπὴν τοῦ ἀγκῶνος, «χελιδὼν .. καὶ τοῦ ἀνθρώπου τὸ [[ἄνωθεν]] τοῦ ἀγκῶνος τὸ κατὰ τὰς καμπὰς» Ἡσύχ. 4) τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], «λέγεται χελιδὼν καὶ τῶν γυναικῶν τὸ [[μόριον]]» Σουΐδ. 5) «λέγεται δὲ χελιδὼν καὶ ἡ [[ναῦς]] ἡ τοὺς εἰς Μασσαλίαν διακομίσασα» ὁ αὐτ. IV. Παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἐκκλ. ΚΑ΄, 21), [[Πολυδ]]. Ε΄, 99, [[εἶναι]] πλημμ. γραφ. ἀντὶ [[χλίδων]], [[ὅστις]] ἦν [[κόσμος]] τις περὶ τοὺς βραχίονας, φέρεται καὶ χλιδών· (χελιδ·ὼν [[εἶναι]] ταὐτὸν τῷ Λατ. hirund-o, ἐναλλαγέντων τῶν γραμμάτων λ και r ἴδε (Λλ Ι), καὶ ἐκπεσόντος τοῦ ν ἐν τῇ Ἑλληνικῇ).
|lstext='''χελῑδών''': -όνος, ἡ, (καὶ ἐπὶ τῆς ἄρρενος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 151· ἀλλ’ ὡς ἀρσ. μεταφ. ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἴων ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1680, ἴδε Ἠρῳδιαν. π. μον. λέξ. 9)· - κλητ. χελιδὸν Ἀνακρεόντ. 9. 2, Ἀνθ. Παλατ. 9. 70, ἀλλὰ χελιδὼν Σαπφ. 99 Ahr., καὶ χελιδοῖ, [[ὥσπερ]] ἐξ ὀνομ. χελιδώ, Ἀνακρ. 67, Σιμωνίδ. 74, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1411· (ἴδε ἐν λ.). Ὡς καὶ νῦν, κοιν. «χελιδόνι», Ὀδ. Φ. 411, Χ. 240, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 566, Ἡρόδ. 2. 22, καὶ Ἀττ.· - ἡ λαλιὰ τῆς χελιδόνος ἦτο [[παροιμιώδης]] καὶ ἐλέγετο ἐπὶ βαρβάρων γλωσσῶν παρὰ τοῖς Ἕλλησιν, [[εἴπερ]] ἐστὶ μὴ χελιδόνος δίκην ἀγνῶτα φωνὴν βάρβαρον κεκτημένη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1050· - καθ’ Ἡσύχ.: «χελιδόνος δίκην· τοὺς βαρβάρους χελιδόσιν ἀπεικάζουσι διὰ τὴν ἀσύνθετον λαλιάν»· - [[ἐντεῦθεν]], ὁ χελιδὼν = ὁ [[βάρβαρος]], Ἴων ἔνθ’ ἀνωτ.· [[χελιδονίζω]] = βαρβαρίζω, Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 408, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 680· ([[οὕτως]] αἱ φωναὶ τῶν πτηνῶν [[καθόλου]] παραβάλλονται πρὸς βάρβαρον γλῶσσαν, Ἡρόδ. 2. 57)· - χελιδόνων μουσεῖα, «ἀντὶ τοῦ βάρβαρα καὶ ἀσύνετα· καὶ γὰρ [[παροιμία]] ἐπὶ τῶν βαρβάρων καὶ πολυλόγων καὶ ἐπαχθῶν ἐστὶ ταττομένη» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 93 (κατὰ παρῳδίαν τοῦ ἀηδόνων μουσεῖα παρ’ Εὐρ., ἴδε Ἀποσπ. 89)· - ἡ χελιδὼν [[εἶναι]] πτηνὸν ἀποδημητικόν, Ἡρόδ. 2. 22· [[πέδοικος]] χ. (δηλ. [[μέτοικος]]) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 48, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 714 κἑξ.· [[ἐντεῦθεν]] αἱ παροιμίαι μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 7, 15 (ἐκ τοῦ Κρατίνου κατὰ τὰ Κραμήρου Παρισ. Ἀν. 1. 182)· δεῖσθαι δ’ ἔοικεν οὐκ ὀλίγων χελιδόνων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1417, πρβλ. 1681 ([[ἔνθα]] [[ἴσως]] δεκτέα ἡ τοῦ Bentley [[διόρθωσις]]: βαβάζει γ)· - [[ὡσαύτως]], χ. λευκή, ἐπὶ σπανίων πραγμάτων ἢ συμβάντων, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6 39 κτλ.· - μικροὶ λίθοι εὐρισκόμενοι ἐν τῷ προλόβῳ τῶν νεοσσῶν χελιδόνων ἐθεωροῦντο ὡς ἰαματικοὶ τῆς ἐπιληψίας, Θεοφ. Νόνν. 36, πρβλ. [[χελιδόνιος]]. ΙΙ. ὁ πετόμενος ἰχθύς, τὸ «χελιδονόψαρον», exocoetus volitans ἢ evolans, hirondelle de mer, Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 1. 5, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 7, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σελ. 68. ΙΙΙ. ἡ ἐν τῷ κοιλώματι τῆς ὁπλῆς τοῦ ἵππου μαλακὴ [[οὐσία]] (οὐχὶ ἀκριβῶς ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. τὸ κοῖλον τῆς ὁπλῆς τῶν ἵππων), οὕτω κληθεῖσα [[ἐπειδὴ]] [[εἶναι]] δισχιδὴς ὡς ἡ οὐρὰ τῆς χελιδόνος, Ξεν. Ἱππ. 1, 3., 4, 5., 6, 2, Πολυδ. Α΄, 188, κτλ.· - ἐκαλεῖτο καὶ [[βάτραχος]], Γεωπον. 16· 1, 9, Ἱππιατρ. σ. 34 κἑξ.· Λατ. ranula, Veger 1. 56, 31., 2. 58, 4. 2) τὸ αὐτὸ [[μέρος]] τοῦ ποδὸς κυνὸς ὡς τὸ τοῦ ἵππου, Σουΐδ. 3) [[κοιλότης]] μικρὰ [[ὑπὲρ]] τὴν καμπὴν τοῦ ἀγκῶνος, «χελιδὼν .. καὶ τοῦ ἀνθρώπου τὸ [[ἄνωθεν]] τοῦ ἀγκῶνος τὸ κατὰ τὰς καμπὰς» Ἡσύχ. 4) τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], «λέγεται χελιδὼν καὶ τῶν γυναικῶν τὸ [[μόριον]]» Σουΐδ. 5) «λέγεται δὲ χελιδὼν καὶ ἡ [[ναῦς]] ἡ τοὺς εἰς Μασσαλίαν διακομίσασα» ὁ αὐτ. IV. Παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἐκκλ. ΚΑ΄, 21), Πολυδ. Ε΄, 99, [[εἶναι]] πλημμ. γραφ. ἀντὶ [[χλίδων]], [[ὅστις]] ἦν [[κόσμος]] τις περὶ τοὺς βραχίονας, φέρεται καὶ χλιδών· (χελιδ·ὼν [[εἶναι]] ταὐτὸν τῷ Λατ. hirund-o, ἐναλλαγέντων τῶν γραμμάτων λ και r ἴδε (Λλ Ι), καὶ ἐκπεσόντος τοῦ ν ἐν τῇ Ἑλληνικῇ).
}}
}}
{{bailly
{{bailly