3,274,919
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕπερος''': ὁ, ἢ [[ὕπερον]], τό, ἴδε κατωτ.· - κόπανος, [[κυρίως]] [[ξύλινος]], (οὐχὶ δοίδοξ = γουδοχέρι), «[[ὕπερον]], λάκτην, ναγέα, τριβέα, ἢ [[κόπανον]]» (Τζέτζ.), ὅλμον μέν τριπόδην τάμνειν ὕπερόν τε τρίπηχυν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421· (ὁ [[ὅλμος]] [[σήμερον]] ὀνομάζεται διὰ τῆς Τουρκ. λ. ντουμπέκι, ὁ δὲ [[ὕπερος]] κόπανος, ἴδε Ἰωακ. Βαλαβάνη διατριβὴν ἐν Παρνασσ. τ. ΙΑ΄, σ. 374, καὶ σημ. ἐν τῇ ἐκδ. Ἡσ. ὑπὸ Κ. Σίττλ.)· λεήναντες ὑπέροισι Ἡρόδ. 1. 200· ὑπέρου μοι περιτροπὴ γενήσεται, [[παροιμία]] ἐπὶ ἀτελευτήτου καὶ ἀνωφελοῦς κόπου, ἐπὶ τῶν ταὐτὰ ποιούντων καὶ μηδὲν περαινόντων» (Φώτ.), Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἀδώνιδι» 2, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 209Ε, Φιλήμων ἐν «Ἥρωσιν» 1, Πλούτ. 2. 1072Β [[οὕτως]], εἰς ὅλμον [[ὕδωρ]] ἐγχέαντα ὑπέρῳ σιδηρῷ πτίττειν Λουκ. Ἑρμότ. 79, κλπ., ἴδε Παροιμιογρ.· [[ὕπερα]] σιδηρᾶ | |lstext='''ὕπερος''': ὁ, ἢ [[ὕπερον]], τό, ἴδε κατωτ.· - κόπανος, [[κυρίως]] [[ξύλινος]], (οὐχὶ δοίδοξ = γουδοχέρι), «[[ὕπερον]], λάκτην, ναγέα, τριβέα, ἢ [[κόπανον]]» (Τζέτζ.), ὅλμον μέν τριπόδην τάμνειν ὕπερόν τε τρίπηχυν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421· (ὁ [[ὅλμος]] [[σήμερον]] ὀνομάζεται διὰ τῆς Τουρκ. λ. ντουμπέκι, ὁ δὲ [[ὕπερος]] κόπανος, ἴδε Ἰωακ. Βαλαβάνη διατριβὴν ἐν Παρνασσ. τ. ΙΑ΄, σ. 374, καὶ σημ. ἐν τῇ ἐκδ. Ἡσ. ὑπὸ Κ. Σίττλ.)· λεήναντες ὑπέροισι Ἡρόδ. 1. 200· ὑπέρου μοι περιτροπὴ γενήσεται, [[παροιμία]] ἐπὶ ἀτελευτήτου καὶ ἀνωφελοῦς κόπου, ἐπὶ τῶν ταὐτὰ ποιούντων καὶ μηδὲν περαινόντων» (Φώτ.), Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἀδώνιδι» 2, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 209Ε, Φιλήμων ἐν «Ἥρωσιν» 1, Πλούτ. 2. 1072Β [[οὕτως]], εἰς ὅλμον [[ὕδωρ]] ἐγχέαντα ὑπέρῳ σιδηρῷ πτίττειν Λουκ. Ἑρμότ. 79, κλπ., ἴδε Παροιμιογρ.· [[ὕπερα]] σιδηρᾶ Πολυδ. Ζ΄, 107, πρὸς ὃ ὁ L. Dind. παραβάλλει τὴν ἠκρωτηριασμένην ἐπιγραφὴν κωμῳδίας τινός... έροις σιδηροῖς ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 229. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] ὑπέρου. 1) [[κορύνη]], [[ῥόπαλον]], «κόπανος», Πλουτ. Ἀλέξ. 63, Λουκ. Δημώνακτ. [[βίος]] 48. 2) μοχλὸς δι’ οὗ ἐπανέφερον εἰς τὴν θέσιν των [[μέλη]] ἐξηρθρωμένα, Ἱππ. 760Η. - Ὁ [[τύπος]] [[ὕπερον]], τό, εὕρηται παρ’ Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 782, Πολύβ. 1. 22, 7, Λουκ. Φιλοψ. 35, Πολυδ. Α΄, 245, Ζ΄, 107, Ι΄, 114, Ἐτυμολ. Μέγ. 779. 48· ἐν ᾧ ἐξ οὐδενὸς τῶν λοιπῶν χωρίων δυνάμεθα νὰ βεβαιωθῶμέν τι περὶ τοῦ γένους πλὴν τοῦ μνημονευθέντος χωρίου τοῦ Ἡσιόδου· διὸ ἔχει προταθῇ ἐν τῷ χωρίῳ ἐκείνῳ νὰ ἀναγνωσθῇ: τρίπηχυ, νὰ γείνῃ δὲ δεκτὸς ὁ [[τύπος]] [[ὕπερον]], τό, ὡς ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] τῆς λέξεως. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |