Anonymous

ὅλμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὅλμος''': ὁ, [[κυρίως]] [[λίθος]] [[στρογγύλος]] καὶ [[λεῖος]], ὡς τὸ [[ὁλοίτροχος]], χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας ἀπό τ’ αὐχένα κόψας, ὅλμον ὥς, ἔσσευε κυλίνδεσθαι δι’ ὁμίλου, «ἀποκόψας τὰς χεῖρας [[αὐτοῦ]] τῷ ξίφει καὶ τὸν αὐχένα ἀποτεμών, [[ὥσπερ]] δὲ λίθον κυλινδρώδη ὥρμα κυλίεσθαι διὰ τοῦ στρατοῦ» (Θ. Γαζῆς), κατὰ δὲ τὸν Σχολ. «ὅλμου δὲ δίκην αὐτὸν ῥίψας κυλίεσθαι», Ἰλ. Λ. 147 (ἐκ τοῦ χωρίου δὲ τούτου ἐλαμβάνετο ἡ [[λέξις]] ὡς σημαίνουσα τὸν κορμὸν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἀπὸ τοῦ αὐχένος [[μέχρι]] τῶν ἰσχίων, [[Πολυδ]]. Β΄, 162, Ἐτυμολ. Μέγ. 460. 17. ΙΙ. ἀκολούθως, πᾶν κυλινδρικὸν καὶ κοῖλον ἢ λεκανοειδὲς [[σῶμα]]· 1) [[ἰγδίον]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 425, Ἡρόδ. 1. 200, Συλλ. Ἐπιγρ. 1688, κτλ. 2) [[σκαφίδιον]] πρὸς ζύμωσιν ἄρτου, Ἀριστοφ. Σφ. 201, 238. 3) τὸ κοῖλον [[κάθισμα]], ἐξ οὗ ἡ [[Πυθία]] προεφήτευεν, [[ὅθεν]] ἡ [[παροιμία]], ἐν ὅλμῳ κοιμᾶσθαι ἢ εὐνάζειν, δηλ. προφητεύειν, Παροιμιογρ.· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 4) [[ποτήριον]] κερατίου τρόπον εἰργασμένον, Μενεσθένης παρ’ Ἀθην. 494Α. 5) τὸ [[στόμιον]] αὐλοῦ, τὸ εἰς τὸ [[στόμα]] προσαρμοζόμενον [[μέρος]] [[αὐτοῦ]], Εὔβουλος ἐν «Φίλοις» 6, πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄, 70, καὶ ἴδε [[ὑφόλμιον]] ΙΙ. (Ἐκ. τῆς √ϜΕΛ, ἴδε τὴν λέξ. [[εἴλω]]).
|lstext='''ὅλμος''': ὁ, [[κυρίως]] [[λίθος]] [[στρογγύλος]] καὶ [[λεῖος]], ὡς τὸ [[ὁλοίτροχος]], χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας ἀπό τ’ αὐχένα κόψας, ὅλμον ὥς, ἔσσευε κυλίνδεσθαι δι’ ὁμίλου, «ἀποκόψας τὰς χεῖρας [[αὐτοῦ]] τῷ ξίφει καὶ τὸν αὐχένα ἀποτεμών, [[ὥσπερ]] δὲ λίθον κυλινδρώδη ὥρμα κυλίεσθαι διὰ τοῦ στρατοῦ» (Θ. Γαζῆς), κατὰ δὲ τὸν Σχολ. «ὅλμου δὲ δίκην αὐτὸν ῥίψας κυλίεσθαι», Ἰλ. Λ. 147 (ἐκ τοῦ χωρίου δὲ τούτου ἐλαμβάνετο ἡ [[λέξις]] ὡς σημαίνουσα τὸν κορμὸν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἀπὸ τοῦ αὐχένος [[μέχρι]] τῶν ἰσχίων, Πολυδ. Β΄, 162, Ἐτυμολ. Μέγ. 460. 17. ΙΙ. ἀκολούθως, πᾶν κυλινδρικὸν καὶ κοῖλον ἢ λεκανοειδὲς [[σῶμα]]· 1) [[ἰγδίον]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 425, Ἡρόδ. 1. 200, Συλλ. Ἐπιγρ. 1688, κτλ. 2) [[σκαφίδιον]] πρὸς ζύμωσιν ἄρτου, Ἀριστοφ. Σφ. 201, 238. 3) τὸ κοῖλον [[κάθισμα]], ἐξ οὗ ἡ [[Πυθία]] προεφήτευεν, [[ὅθεν]] ἡ [[παροιμία]], ἐν ὅλμῳ κοιμᾶσθαι ἢ εὐνάζειν, δηλ. προφητεύειν, Παροιμιογρ.· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 4) [[ποτήριον]] κερατίου τρόπον εἰργασμένον, Μενεσθένης παρ’ Ἀθην. 494Α. 5) τὸ [[στόμιον]] αὐλοῦ, τὸ εἰς τὸ [[στόμα]] προσαρμοζόμενον [[μέρος]] [[αὐτοῦ]], Εὔβουλος ἐν «Φίλοις» 6, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 70, καὶ ἴδε [[ὑφόλμιον]] ΙΙ. (Ἐκ. τῆς √ϜΕΛ, ἴδε τὴν λέξ. [[εἴλω]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly