Anonymous

ἐρυθαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρῠθαίνω''': ἀόρ. ἐρύθηνα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 791: - ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἐρυθραίνω]], ποιῶ τι ἐρυθρόν, ὁ αὐτ. Δ. 474. Κάμνω τι νὰ κοκκινήσῃ, παρθενικὰς ἐρύθηνε παρηΐδας ὁ αὐτ. Α. 791: - παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Παθ., [[γίνομαι]] [[ἐρυθρός]], ἐρυθαίνετο αἵματι [[γαῖα]] Ἰλ. Κ. 484, Φ. 21 (ἐν τῷ ἐνεργ. μεταχειρίζεται τὸν τύπον [[ἐρεύθω]])˙ [[μετὰ]] γεν., Νόνν. Δ. 11. 92˙ [[γίνομαι]] [[καταπόρφυρος]], Ἀνθ. Π. 12. 8. - Παθ. [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Ἀρρ. παρὰ Στοβ. παράρτ. 2. 5, [[Πολυδ]]. Β΄, 87, Εὐμάθ. σ. 22 ([[μετὰ]] διαφ. γρ. ἐρυθραίνεται).
|lstext='''ἐρῠθαίνω''': ἀόρ. ἐρύθηνα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 791: - ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἐρυθραίνω]], ποιῶ τι ἐρυθρόν, ὁ αὐτ. Δ. 474. Κάμνω τι νὰ κοκκινήσῃ, παρθενικὰς ἐρύθηνε παρηΐδας ὁ αὐτ. Α. 791: - παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Παθ., [[γίνομαι]] [[ἐρυθρός]], ἐρυθαίνετο αἵματι [[γαῖα]] Ἰλ. Κ. 484, Φ. 21 (ἐν τῷ ἐνεργ. μεταχειρίζεται τὸν τύπον [[ἐρεύθω]])˙ [[μετὰ]] γεν., Νόνν. Δ. 11. 92˙ [[γίνομαι]] [[καταπόρφυρος]], Ἀνθ. Π. 12. 8. - Παθ. [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Ἀρρ. παρὰ Στοβ. παράρτ. 2. 5, Πολυδ. Β΄, 87, Εὐμάθ. σ. 22 ([[μετὰ]] διαφ. γρ. ἐρυθραίνεται).
}}
}}
{{bailly
{{bailly