Anonymous

ὑποβιβάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποβῐβάζω''': μέλλ. -βιβάσω, Ἀττ. -βιβῶ· - μεταβ. ἐνεργείας τοῦ [[ὑποβαίνω]], [[φέρω]] [[κάτω]], [[καταβιβάζω]]· ἐν ἰατρ. φράσει κενώνω [[κάτωθεν]], δηλ. διὰ καθαρτικοῦ, ὑπ. τὰ χολώδη Διοσκ. 3. 35, πρβλ. Ὀρειβάσ. 89 Matth. ΙΙ. Μέσ., ταπεινῶ, χαμηλῶ ἐμαυτόν, ἐπὶ ἵππου [[ὅστις]] χαμηλώνει ἑαυτὸν [[ὅπως]] δεχθῇ τὸν ἀναβάτην, Λατ. subsidere, «[[διδακτέον]] δὲ τὸ ἵππον καὶ ὑποβιβάζεσθαι· ἔστι δὲ τὸ διϊστᾶν τὰ σκέλη, καὶ ἐγκαθίζειν τε καὶ ταπεινοῦν ἑαυτόν, [[ὥστε]] εὐπετῶς ἀναβαίνειν τὸν ἱππέα» Ξεν. Ἱππ. 6, 16, [[Πολυδ]]. Α΄, 213· πρβλ. [[ὑπόβασις]] ΙΙ. ΙΙΙ. [[ὑποκαταβαίνω]], ἐλαττῶ, «ὑποβιβάζοντες· ὑποκαταβαίνοντες. ἐλαττοῦντες» καὶ «ὑποβιβασθέν... ὑποπεπτωκὸς» Ἡσύχ., πρβλ. Φώτ. σ. 626.
|lstext='''ὑποβῐβάζω''': μέλλ. -βιβάσω, Ἀττ. -βιβῶ· - μεταβ. ἐνεργείας τοῦ [[ὑποβαίνω]], [[φέρω]] [[κάτω]], [[καταβιβάζω]]· ἐν ἰατρ. φράσει κενώνω [[κάτωθεν]], δηλ. διὰ καθαρτικοῦ, ὑπ. τὰ χολώδη Διοσκ. 3. 35, πρβλ. Ὀρειβάσ. 89 Matth. ΙΙ. Μέσ., ταπεινῶ, χαμηλῶ ἐμαυτόν, ἐπὶ ἵππου [[ὅστις]] χαμηλώνει ἑαυτὸν [[ὅπως]] δεχθῇ τὸν ἀναβάτην, Λατ. subsidere, «[[διδακτέον]] δὲ τὸ ἵππον καὶ ὑποβιβάζεσθαι· ἔστι δὲ τὸ διϊστᾶν τὰ σκέλη, καὶ ἐγκαθίζειν τε καὶ ταπεινοῦν ἑαυτόν, [[ὥστε]] εὐπετῶς ἀναβαίνειν τὸν ἱππέα» Ξεν. Ἱππ. 6, 16, Πολυδ. Α΄, 213· πρβλ. [[ὑπόβασις]] ΙΙ. ΙΙΙ. [[ὑποκαταβαίνω]], ἐλαττῶ, «ὑποβιβάζοντες· ὑποκαταβαίνοντες. ἐλαττοῦντες» καὶ «ὑποβιβασθέν... ὑποπεπτωκὸς» Ἡσύχ., πρβλ. Φώτ. σ. 626.
}}
}}
{{bailly
{{bailly