3,270,608
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπέγγυος''': -ον, ὁ ὑπὸ ἐγγύην: 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ γενόμενος [[ἐγγυητής]], δοὺς ἐγγύησιν, [[ὅθεν]] [[ὑπεύθυνος]], [[ὑπόλογος]], ὑποκείμενος εἰς ποινήν, Αἰσχύλ. 38· ὑπ. πλὴν θανάτου, ὑποκείμενος ὡς ἐγγυητὴς εἰς οἱανδήποτε τιμωρίαν ἐκτὸς τοῦ θανάτου, Ἡρόδ. 5. 71· μετά δοτ., τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν, τὸ ὑπεύθυνον εἴς τε τὴν θείαν καὶ τὴν ἀνθρωπίνην δικαιοσύνην, Εὐρ. Ἐκ. 1029. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[νόμιμος]], [[γάμος]] ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀνέγγυος]], | |lstext='''ὑπέγγυος''': -ον, ὁ ὑπὸ ἐγγύην: 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ γενόμενος [[ἐγγυητής]], δοὺς ἐγγύησιν, [[ὅθεν]] [[ὑπεύθυνος]], [[ὑπόλογος]], ὑποκείμενος εἰς ποινήν, Αἰσχύλ. 38· ὑπ. πλὴν θανάτου, ὑποκείμενος ὡς ἐγγυητὴς εἰς οἱανδήποτε τιμωρίαν ἐκτὸς τοῦ θανάτου, Ἡρόδ. 5. 71· μετά δοτ., τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν, τὸ ὑπεύθυνον εἴς τε τὴν θείαν καὶ τὴν ἀνθρωπίνην δικαιοσύνην, Εὐρ. Ἐκ. 1029. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[νόμιμος]], [[γάμος]] ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀνέγγυος]], Πολυδ. Γ΄, 34. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο / [[ὑπέγγυος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δίνει [[εγγύηση]], [[εγγυητής]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[υπόλογος]], [[υπεύθυνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που παρέχεται ως [[εγγύηση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υπέγγυοι πρόσοδοι» — πρόσοδοι που παραχωρούνται διά νόμου από το [[κράτος]] ως [[εγγύηση]] για την [[επίτευξη]] εξωτερικού δανεισμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται σε [[ποινή]] («ὑπεγγύους πλὴν θανάτου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[νόμιμος]] («[[γάμος]] [[ὑπέγγυος]]», <b> | |mltxt=-ο / [[ὑπέγγυος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δίνει [[εγγύηση]], [[εγγυητής]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[υπόλογος]], [[υπεύθυνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που παρέχεται ως [[εγγύηση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υπέγγυοι πρόσοδοι» — πρόσοδοι που παραχωρούνται διά νόμου από το [[κράτος]] ως [[εγγύηση]] για την [[επίτευξη]] εξωτερικού δανεισμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται σε [[ποινή]] («ὑπεγγύους πλὴν θανάτου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[νόμιμος]] («[[γάμος]] [[ὑπέγγυος]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>3.</b> υποθηκευμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υπεγγύως</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο υπέγγυο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εγγυος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐγγύη]]), <b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-<i>έγγνος</i>, <i>μετ</i>-[[έγγυος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |