Anonymous

ὀδονταλγία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀδονταλγία''': ἡ, ὀδοντόπονος, [[Πολυδ]]. Β΄, 96, Διοσκ. 3. 22.
|lstext='''ὀδονταλγία''': ἡ, ὀδοντόπονος, Πολυδ. Β΄, 96, Διοσκ. 3. 22.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀδονταλγία]]) [[οδονταλγώ]]<br />[[πόνος]] οδοντικής προέλευσης, [[πονόδοντος]].
|mltxt=η (Α [[ὀδονταλγία]]) [[οδονταλγώ]]<br />[[πόνος]] οδοντικής προέλευσης, [[πονόδοντος]].
}}
}}