3,274,216
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=protenthis | |Transliteration C=protenthis | ||
|Beta Code=prote/nqhs | |Beta Code=prote/nqhs | ||
|Definition= | |Definition=προτένθου, ὁ (ἡ, Ael.''NA''15.10), in plural,<br><span class="bld">A</span> [[those who celebrated the]] [[Δορπία]] ([[quod vide|q.v.]]), <b class="b3">ἀφεῖσθαι τοὺς βουλευτὰς.. ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἧς οἱ π. ἄγουσι πέντε ἡμέρας</b> Decr.Att. ap. Ath.4.171e; τίς εἰμ' ἐγώ; ἡ τῶν π. Δορπία καλουμένη Philyll.8.<br><span class="bld">2</span> [[forestaller]], [[regrater]], in plural, Ar.''Nu.''1198 (ubi v. Sch.), Pherecr.7.<br><span class="bld">3</span> Adj., [[greedy]], Ael.''Fr.''39; <b class="b3">ἡ μάλιστα π. [πηλαμύς]</b> Id.''NA'' [[l.c.]] (Glossed [[προγεύστης]] by Artemidor. ap. Ath. 4.171b, cf. ib.c.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0791.png Seite 791]] ὁ, ein Leckermaul, der vorher Etwas benascht oder kostet, Ar. Nubb. 1180, wo die Schol. neben [[λίχνος]] ἢ [[ἀκρατής]] auch erkl. οἱ προλαμβάνοντες καὶ προεσθίοντες τὰ ὄψα πρὶν ἐς ἀγορὰν κομισθῆναι, καὶ μεταπιπράσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι; vgl. Pherecrat. bei Ath. I V, 171 c, der es durch [[προγεύστης]] erkl. u. ein Psephisma aus Athen anführt, in welchem eine Act Priester so genannt sind, wie die παράσιτοι. – Als fem. Ael. H. A. 15, 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0791.png Seite 791]] ὁ, ein Leckermaul, der vorher Etwas benascht oder kostet, Ar. Nubb. 1180, wo die Schol. neben [[λίχνος]] ἢ [[ἀκρατής]] auch erkl. οἱ προλαμβάνοντες καὶ προεσθίοντες τὰ ὄψα πρὶν ἐς ἀγορὰν κομισθῆναι, καὶ μεταπιπράσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι; vgl. Pherecrat. bei Ath. I V, 171 c, der es durch [[προγεύστης]] erkl. u. ein Psephisma aus Athen anführt, in welchem eine Act Priester so genannt sind, wie die παράσιτοι. – Als fem. Ael. H. A. 15, 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui déguste d'avance, dégustateur ; <i>particul. à Athènes</i> prêtre analogue au [[παράσιτος]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τένθης]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-τένθης -ου, ὁ voorproever. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προτένθης:''' ου ὁ [[лакомка]], [[обжора]] Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προτένθης''': -ου, ὁ, ὁ προλιχνευόμενος, ἐκ τῶν προτέρων ἀπογευόμενος, [[λίχνος]], [[λαίμαργος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1198 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.), Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 3, Φιλύλλιος ἐν «Ἡρακλεῖ» 1, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. - Ἐν Ἀθήναις, προτένθαι ἐκαλοῦντο κατὰ παλαιὸν [[ὄνομα]] οἱ προαγοράζοντες τὰ τρόφιμα (μεταβολεῖς, παλιγκάπηλοι), πρὶν ἢ [[ταῦτα]] κομισθῶσιν εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ μεταπιπράσκοντες αὐτὰ εἰς ἀνωτέραν τιμήν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - παρὰ μεταγεν. = [[προγεύστης]], Ἀθήν. 171Β. - Ἡ [[λέξις]] εὕρηται ὡς θηλ. ἐν τῷ Αἰλ. περὶ Ζ. 15. 10· πρβλ. Λοβ. Παραλ. 272. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προτένθαι· λίχνοι προαρπάζοντες», - κατὰ δὲ Σουΐδ.: «οἱ πρὸ καιροῦ τῶν προσφαγίων ἀπογευόμενοι· ἢ οἱ προαρπάζοντες καὶ μεταπιπρόσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι, οἱ προλαμβάνοντες τὰ ὄψα πρὶν εἰς τὴν ἀγορὰν κομισθῆναι», καί: «[[προτένθης]], ὁ [[λίχνος]]». | |lstext='''προτένθης''': -ου, ὁ, ὁ προλιχνευόμενος, ἐκ τῶν προτέρων ἀπογευόμενος, [[λίχνος]], [[λαίμαργος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1198 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.), Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 3, Φιλύλλιος ἐν «Ἡρακλεῖ» 1, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. - Ἐν Ἀθήναις, προτένθαι ἐκαλοῦντο κατὰ παλαιὸν [[ὄνομα]] οἱ προαγοράζοντες τὰ τρόφιμα (μεταβολεῖς, παλιγκάπηλοι), πρὶν ἢ [[ταῦτα]] κομισθῶσιν εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ μεταπιπράσκοντες αὐτὰ εἰς ἀνωτέραν τιμήν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - παρὰ μεταγεν. = [[προγεύστης]], Ἀθήν. 171Β. - Ἡ [[λέξις]] εὕρηται ὡς θηλ. ἐν τῷ Αἰλ. περὶ Ζ. 15. 10· πρβλ. Λοβ. Παραλ. 272. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προτένθαι· λίχνοι προαρπάζοντες», - κατὰ δὲ Σουΐδ.: «οἱ πρὸ καιροῦ τῶν προσφαγίων ἀπογευόμενοι· ἢ οἱ προαρπάζοντες καὶ μεταπιπρόσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι, οἱ προλαμβάνοντες τὰ ὄψα πρὶν εἰς τὴν ἀγορὰν κομισθῆναι», καί: «[[προτένθης]], ὁ [[λίχνος]]». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προτένθης:''' -ου, ὁ, αυτός που γεύεται [[κάτι]] από [[πριν]], [[λιχούδης]], [[λαίμαργος]], [[πολυφαγάς]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''προτένθης:''' -ου, ὁ, αυτός που γεύεται [[κάτι]] από [[πριν]], [[λιχούδης]], [[λαίμαργος]], [[πολυφαγάς]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=προ-[[τένθης]], ου, ὁ,<br />one who picks out the tid-bits, a [[dainty]] [[fellow]], [[gourmand]], Ar. [deriv. uncertain] | |mdlsjtxt=προ-[[τένθης]], ου, ὁ,<br />one who picks out the tid-bits, a [[dainty]] [[fellow]], [[gourmand]], Ar. [deriv. uncertain] | ||
}} | }} |