Anonymous

φαλλικός: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fallikos
|Transliteration C=fallikos
|Beta Code=falliko/s
|Beta Code=falliko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[for the]] [[φαλλός]]: <b class="b3">τὸ φ</b>. (sc. [[μέλος]]) [[the phallic song]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>261</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1449a11</span>; restd. in <span class="title">IG</span>12.187.33; also a dance, <span class="bibl">Poll.4.100</span>.</span>
|Definition=φαλλική, φαλλικόν, of or for the [[phallus]] ([[φαλλός]]): τὸ [[φαλλικόν]] (''[[sc.]]'' [[μέλος]]) the [[phallic]] [[song]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''261, Arist.''Po.''1449a11; restd. in ''IG''12.187.33; also a dance, Poll.4.100.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1253.png Seite 1253]] zum [[φαλλός]] gehörig, bes. zu seiner Feier am Bacchusfeste gehörig, beim Phallosfeste üblich; τὸ φ. sc. [[μέλος]], das Phalloslied, Ar. Vesp. 249; Arist. poet. 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1253.png Seite 1253]] zum [[φαλλός]] gehörig, bes. zu seiner Feier am Bacchusfeste gehörig, beim Phallosfeste üblich; τὸ φ. ''[[sc.]]'' [[μέλος]], das Phalloslied, Ar. Vesp. 249; Arist. poet. 4.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qui concerne le phallus]].<br />'''Étymologie:''' [[φαλλός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φαλλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν φαλλόν˙ ― τὸ φαλλικὸν (ἐξυπακ. [[μέλος]]), ᾆσμα ᾀδόμενον εἰς τὸν φαλλόν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 261, πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 4. 14˙ [[ὡσαύτως]] «[[ὄρχημα]] Διονύσῳ» Πολυδ. Δʹ, 100. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φαλλικά˙ ᾠδὴ πεποιημένη εἰς τὸν Διόνυσον, τοῦ φαλλοῦ ἀγομένου», καὶ: «φαλλικόν˙ ὄρχημά τι, οἱ δὲ [[μέλος]]. ἄλλοι ᾠδὴν αὐτοσχέδιον ἐπὶ τῷ φαλλῷ ᾀδομένην».
|lstext='''φαλλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν φαλλόν˙ ― τὸ φαλλικὸν (ἐξυπακ. [[μέλος]]), ᾆσμα ᾀδόμενον εἰς τὸν φαλλόν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 261, πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 4. 14˙ [[ὡσαύτως]] «[[ὄρχημα]] Διονύσῳ» Πολυδ. Δʹ, 100. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φαλλικά˙ ᾠδὴ πεποιημένη εἰς τὸν Διόνυσον, τοῦ φαλλοῦ ἀγομένου», καὶ: «φαλλικόν˙ ὄρχημά τι, οἱ δὲ [[μέλος]]. ἄλλοι ᾠδὴν αὐτοσχέδιον ἐπὶ τῷ φαλλῷ ᾀδομένην».
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le phallus.<br />'''Étymologie:''' [[φαλλός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φαλλικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φαλλός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλλό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «φαλλική [[λατρεία]]»<br />(κοινων.-ανθρωπολ.-θρησκειολ.) η [[λατρεία]] της γενεσιουργού, της αναπαραγωγικής αρχής, όπως αυτή συμβολίζεται από τα σεξουαλικά όργανα ή από την [[πράξη]] της σεξουαλικής συνεύρεσης, αλλ. [[φαλλισμός]]<br />β) «φαλλικό [[στάδιο]]»<br />([[κατά]] την [[θεωρία]] της ψυχανάλυσης) [[φάση]] της παιδικής σεξουαλικότητας, που διαρκεί από την [[ηλικία]] τών τριών έως την [[ηλικία]] τών έξι ετών [[περίπου]] και [[κατά]] την οποία, και στα δύο φύλα, οι γενετήσιες παρορμήσεις οργανώνονται [[γύρω]] από τη γεννητική [[περιοχή]], αλλ. φαλλική [[φάση]]<br />γ) «φαλλική [[φάση]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> το φαλλικό [[στάδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φαλλικόν</i><br />α) (ενν. [[μέλος]]) [[άσμα]] το οποίο τραγουδούσαν [[κατά]] την [[περιφορά]] του φαλλού στα [[φαλληφόρια]]<br />β) [[διονυσιακός]] [[χορός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ φαλλικά</i><br />α) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φαλλικά<br />ᾠδὴ πεποιημένη εἰς τὸν Διόνυσον, τοῡ φαλλοῡ ἀγομένου» <br />β) τα [[φαλληφόρια]].
|mltxt=-ή, -ό / [[φαλλικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φαλλός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλλό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «φαλλική [[λατρεία]]»<br />(κοινων.-ανθρωπολ.-θρησκειολ.) η [[λατρεία]] της γενεσιουργού, της αναπαραγωγικής αρχής, όπως αυτή συμβολίζεται από τα σεξουαλικά όργανα ή από την [[πράξη]] της σεξουαλικής συνεύρεσης, αλλ. [[φαλλισμός]]<br />β) «φαλλικό [[στάδιο]]»<br />([[κατά]] την [[θεωρία]] της ψυχανάλυσης) [[φάση]] της παιδικής σεξουαλικότητας, που διαρκεί από την [[ηλικία]] τών τριών έως την [[ηλικία]] τών έξι ετών [[περίπου]] και [[κατά]] την οποία, και στα δύο φύλα, οι γενετήσιες παρορμήσεις οργανώνονται [[γύρω]] από τη γεννητική [[περιοχή]], αλλ. φαλλική [[φάση]]<br />γ) «φαλλική [[φάση]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> το φαλλικό [[στάδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φαλλικόν</i><br />α) (ενν. [[μέλος]]) [[άσμα]] το οποίο τραγουδούσαν [[κατά]] την [[περιφορά]] του φαλλού στα [[φαλληφόρια]]<br />β) [[διονυσιακός]] [[χορός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ φαλλικά</i><br />α) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φαλλικά<br />ᾠδὴ πεποιημένη εἰς τὸν Διόνυσον, τοῦ φαλλοῦ ἀγομένου» <br />β) τα [[φαλληφόρια]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φαλλικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αυτός που ταιριάζει στο <i>φαλλόν</i>· <i>τὸ φαλλικὸν</i> (ενν. [[μέλος]]), φαλλική ωδή ([[τραγούδι]]), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''φαλλικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αυτός που ταιριάζει στο <i>φαλλόν</i>· <i>τὸ φαλλικὸν</i> (ενν. [[μέλος]]), φαλλική ωδή ([[τραγούδι]]), σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φαλλικός]], ή, όν<br />of or for the [[φαλλός]];—τὸ φαλλικόν (sc. μέλοσ) the phallic [[song]], Ar.
}}
}}