Anonymous

φυρμᾶται: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1"
(45)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fyrmatai
|Transliteration C=fyrmatai
|Beta Code=furma=tai
|Beta Code=furma=tai
|Definition=<b class="b3">πτάρνυται</b>, Hsch.
|Definition=[[πτάρνυται]], Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πτάρνυται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με το ρ. [[φύρω]] και έχει πιθ. προέλθει μέσω τών τ. [[φύρμα]], [[φυρμός]].
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πτάρνυται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με το ρ. [[φύρω]] και έχει πιθ. προέλθει μέσω τών τ. [[φύρμα]], [[φυρμός]].
}}
}}