Anonymous

ἕπω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epo
|Transliteration C=epo
|Beta Code=e(/pw
|Beta Code=e(/pw
|Definition=(A), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be about]], [[busy oneself with]], τὸν δ' εὗρ' ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε' ἕποντα <span class="bibl">Il.6.321</span>: elsewh. with Preps., in tmesi, cf. <b class="b3">ἀμφέπω, διέπω, ἐφέπω, μεθέπω, περιέπω</b>. (Cf. Skt. [[sapati]] 'worship', 'tend', [[saparyati]] 'worship', 'honour', Lat. [[sepelio]] 'give funeral honours'; not related to [[ἕπομαι]].) </span>
|Definition=(A), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be about]], [[busy oneself with]], τὸν δ' εὗρ' ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε' ἕποντα <span class="bibl">Il.6.321</span>: elsewh. with Preps., in tmesi, cf. [[ἀμφέπω]], [[διέπω]], [[ἐφέπω]], [[μεθέπω]], [[περιέπω]]. (Cf. Skt. [[sapati]] '[[worship]]', '[[tend]]', [[saparyati]] '[[worship]]', '[[honour]]', Lat. [[sepelio]] '[[give]] [[funeral]] [[honour]]s'; not related to [[ἕπομαι]].) </span>
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕπω:''' (Β), <b>Α.</b> [[ασχολούμαι]], απασχολούμαι, καταπιάνομαι, [[καταγίνομαι]] με, <i>τεύχε' ἕποντα</i>, ασχολούνταν με την [[πανοπλία]] του, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. ἀμφι-έπω, δι-έπω, ἐφ-έπω, μεθ-έπω, περι-έπω. <b> Β.</b> Μέσ. [[ἕπομαι]]· παρατ. [[εἱπόμην]], Επικ. [[ἑπόμην]]· μέλ. [[ἕψομαι]], αόρ. βʹ με [[δασεία]] [[ἑσπόμην]], βʹ ενικ. [[ἕσπεο]], απαρ. [[ἑσπέσθαι]], μτχ. [[ἑσπόμενος]], προστ. [[ἕπεο]], [[σπεῖο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακολουθώ]], υποτάσσομαι ή [[συνοδεύω]] κάποιον, σε Όμηρ.· με δοτ. προσ., στον ίδ.· επίσης, ἕπεσθαι [[ἅμα]] τινί, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[μετά]] τινι ή <i>τινα</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ακολουθώ]] ως [[ακόλουθος]], [[συνοδός]], [[υπηρέτης]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[συνοδεύω]] ως τιμητική [[συνοδεία]], Λατ. prosequi, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με εχθρική [[σημασία]], [[παρακολουθώ]], [[καταδιώκω]], <i>τινι</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[συμβαδίζω]] με, <i>ἕπεθ' ἵπποις</i>, σε Όμηρ.· μεταφ., λέγεται για τα [[άκρα]] ενός ανθρώπου, όταν αυτά λειτουργούν σύμφωνα με τις διαταγές, προσταγές του, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> [[ακολουθώ]] τις κινήσεις κάποιου άλλου, [[τρυφάλεια]] ἕσπετο χειρί, η [[περικεφαλαία]] συμβάδισε με το [[χέρι]] του, δηλ. αποσπάστηκε και έμεινε στο [[χέρι]] του, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">6.</b> υποτάσσομαι, [[υπακούω]], [[υποκύπτω]] σε, <i>τῷ νόμῳ</i>, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">7.</b> [[απλώς]], [[έρχομαι]] κοντά, [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]], μόνο σε προστ., [[ἕπεο]] [[προτέρω]], έλα πιο κοντά, σε Όμηρ.<br /><b class="num">8.</b> [[παρακολουθώ]], [[ιδίως]], λέγεται για το [[μυαλό]], [[καταλαβαίνω]], [[εννοώ]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για [[τιμή]], [[δόξα]] κ.λπ., [[τούτῳ]] [[κῦδος]] ἅμ' ἕψεται, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ακολουθώ]] από κοντά, [[έπομαι]], [[διαδέχομαι]], [[επακολουθώ]], τῇ ἀχαριστίᾳ ἡ [[ἀναισχυντία]] ἕπ., σε Ξεν.
|lsmtext='''ἕπω:''' (Β), <b>Α.</b> [[ασχολούμαι]], απασχολούμαι, καταπιάνομαι, [[καταγίνομαι]] με, <i>τεύχε' ἕποντα</i>, ασχολούνταν με την [[πανοπλία]] του, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. ἀμφι-έπω, δι-έπω, ἐφ-έπω, μεθ-έπω, περι-έπω. <b> Β.</b> Μέσ. [[ἕπομαι]]· παρατ. [[εἱπόμην]], Επικ. [[ἑπόμην]]· μέλ. [[ἕψομαι]], αόρ. βʹ με [[δασεία]] [[ἑσπόμην]], βʹ ενικ. [[ἕσπεο]], απαρ. [[ἑσπέσθαι]], μτχ. [[ἑσπόμενος]], προστ. [[ἕπεο]], [[σπεῖο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακολουθώ]], υποτάσσομαι ή [[συνοδεύω]] κάποιον, σε Όμηρ.· με δοτ. προσ., στον ίδ.· επίσης, ἕπεσθαι [[ἅμα]] τινί, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[μετά]] τινι ή <i>τινα</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ακολουθώ]] ως [[ακόλουθος]], [[συνοδός]], [[υπηρέτης]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[συνοδεύω]] ως τιμητική [[συνοδεία]], Λατ. prosequi, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με εχθρική [[σημασία]], [[παρακολουθώ]], [[καταδιώκω]], <i>τινι</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[συμβαδίζω]] με, <i>ἕπεθ' ἵπποις</i>, σε Όμηρ.· μεταφ., λέγεται για τα [[άκρα]] ενός ανθρώπου, όταν αυτά λειτουργούν σύμφωνα με τις διαταγές, προσταγές του, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> [[ακολουθώ]] τις κινήσεις κάποιου άλλου, [[τρυφάλεια]] ἕσπετο χειρί, η [[περικεφαλαία]] συμβάδισε με το [[χέρι]] του, δηλ. αποσπάστηκε και έμεινε στο [[χέρι]] του, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">6.</b> υποτάσσομαι, [[υπακούω]], [[υποκύπτω]] σε, <i>τῷ νόμῳ</i>, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">7.</b> [[απλώς]], [[έρχομαι]] κοντά, [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]], μόνο σε προστ., [[ἕπεο]] [[προτέρω]], έλα πιο κοντά, σε Όμηρ.<br /><b class="num">8.</b> [[παρακολουθώ]], [[ιδίως]], λέγεται για το [[μυαλό]], [[καταλαβαίνω]], [[εννοώ]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για [[τιμή]], [[δόξα]] κ.λπ., [[τούτῳ]] [[κῦδος]] ἅμ' ἕψεται, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ακολουθώ]] από κοντά, [[έπομαι]], [[διαδέχομαι]], [[επακολουθώ]], τῇ ἀχαριστίᾳ ἡ [[ἀναισχυντία]] ἕπ., σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=1.<br />Grammatical information: v.<br />Meaning: [[care for]], [[occupy onself]] (Il., Ion. hell.); in the epic sometimes confused with [[ἕπομαι]] or semantiscally influenced by it (Chantraine Gramm. hom. 1, 309 n. 1, 388).<br />Other forms: <b class="b3">ἕποντα Ζ</b> 321; further only with prefix (adverb), <b class="b3">ἀμφ(ι</b>)-, <b class="b3">δι-</b>, <b class="b3">ἐφ-</b>, <b class="b3">μεθ-</b>, <b class="b3">περι-έπω</b>, mostly im present-stem, further future- and aorist-forms like <b class="b3">ἐφ-έψω</b>, <b class="b3">ἐπ-έσπον</b>, <b class="b3">ἐπι-σπεῖν</b>, <b class="b3">μετα-σπών</b>,<br />Derivatives: [[ὅπλον]], [[δίοπος]], prob. also [[ἐπητής]], <b class="b3">-τύς</b>; s. v.<br />Origin: IE [Indo-European] [909] <b class="b2">*sep-</b> [[occupy with]], [[care for]]<br />Etymology: Old thematic root-present, identical with Skt. <b class="b2">sápati</b> [[care]], [[honour]]; athematic Iranian forms, Av. <b class="b2">haf-šī</b>, <b class="b2">hap-tī</b> (2. 3. sg.) <b class="b2">hold (in the hand), support</b>. - An old enlargement is Lat. [[sepeliō]] [[bury]] = Skt. <b class="b2">saparyáti</b> [[honour]]. - Pok. 909.
|etymtx=1.<br />Grammatical information: v.<br />Meaning: [[care for]], [[occupy onself]] (Il., Ion. hell.); in the epic sometimes confused with [[ἕπομαι]] or semantiscally influenced by it (Chantraine Gramm. hom. 1, 309 n. 1, 388).<br />Other forms: <b class="b3">ἕποντα Ζ</b> 321; further only with prefix (adverb), <b class="b3">ἀμφ(ι</b>)-, <b class="b3">δι-</b>, <b class="b3">ἐφ-</b>, <b class="b3">μεθ-</b>, <b class="b3">περι-έπω</b>, mostly im present-stem, further future- and aorist-forms like <b class="b3">ἐφ-έψω</b>, <b class="b3">ἐπ-έσπον</b>, <b class="b3">ἐπι-σπεῖν</b>, <b class="b3">μετα-σπών</b>,<br />Derivatives: [[ὅπλον]], [[δίοπος]], prob. also [[ἐπητής]], <b class="b3">-τύς</b>; s. v.<br />Origin: IE [Indo-European] [909] <b class="b2">*sep-</b> [[occupy with]], [[care for]]<br />Etymology: Old thematic root-present, identical with Skt. <b class="b2">sápati</b> [[care]], [[honour]]; athematic Iranian forms, Av. <b class="b2">haf-šī</b>, <b class="b2">hap-tī</b> (2. 3. sg.) <b class="b2">hold (in the hand), support</b>. - An old enlargement is Lat. [[sepeliō]] [[bury]] = Skt. <b class="b2">saparyáti</b> [[honour]]. - Pok. 909.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj