Anonymous

χορεία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ",[[" to ", [["
(CSV import)
m (Text replacement - ",[[" to ", [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[σύνολο]] χορευτών, [[χορός]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ομάδα]] προσώπων που αποτελούν ένα [[σύνολο]] (α. «η [[χορεία]] τών αγγέλων» β. «σὺν ταῑς Ἀσωμάτων χορείαις καὶ τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Δικαίων αὐτοῡ», Μηναί.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[κάθε]] [[πάθηση]] του νευρικού συστήματος, της οποίας κύριο [[σύμπτωμα]] [[είναι]] οι άρρυθμες, ακούσιες, απότομες κινήσεις μεγάλου [[εύρους]], [[συνήθως]] στις ρίζες τών [[άκρων]] και στο [[πρόσωπο]]·|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όρχηση, [[ιδίως]] σε κυκλική [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] κυκλική, περιστροφική [[κίνηση]], όπως λ.χ. η [[κίνηση]] τών πλανητών («πλανητῶν... χορείαις», Φίλ.)<br /><b>3.</b> [[μέλος]] για όρχηση,[[τραγούδι]] χορού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εία</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ξυλ</i>-<i>εία</i>). Η λ., ως ιατρ. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>chorea</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>chorea</i>), και μαρτυρείται από το 1897 στο <i>Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[σύνολο]] χορευτών, [[χορός]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ομάδα]] προσώπων που αποτελούν ένα [[σύνολο]] (α. «η [[χορεία]] τών αγγέλων» β. «σὺν ταῑς Ἀσωμάτων χορείαις καὶ τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Δικαίων αὐτοῡ», Μηναί.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[κάθε]] [[πάθηση]] του νευρικού συστήματος, της οποίας κύριο [[σύμπτωμα]] [[είναι]] οι άρρυθμες, ακούσιες, απότομες κινήσεις μεγάλου [[εύρους]], [[συνήθως]] στις ρίζες τών [[άκρων]] και στο [[πρόσωπο]]·|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όρχηση, [[ιδίως]] σε κυκλική [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] κυκλική, περιστροφική [[κίνηση]], όπως λ.χ. η [[κίνηση]] τών πλανητών («πλανητῶν... χορείαις», Φίλ.)<br /><b>3.</b> [[μέλος]] για όρχηση, [[τραγούδι]] χορού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εία</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ξυλ</i>-<i>εία</i>). Η λ., ως ιατρ. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>chorea</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>chorea</i>), και μαρτυρείται από το 1897 στο <i>Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
}}
}}
{{lsm
{{lsm