Anonymous

ἀτενής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ",[[" to ", [["
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - ",[[" to ", [[")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτενής:''' -ές (<i>α αθροιστικό</i>,[[τείνω]])·<br /><b class="num">I.</b> εξαπλούμενος, προσκολλώμενος, λέγεται για τον κισσό, σε Σοφ.·<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για τη [[διάνοια]] και το λόγο του ανθρώπου, [[επίμονος]], [[σταθερός]], [[άκαμπτος]], [[ισχυρογνώμων]], σε Ησίοδ., Πλάτ.· επίσης, [[σκληρός]], [[ατίθασος]], [[ανελέητος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· επίρρ. <i>ἀτενῶς</i>, [[σοβαρά]], αυστηρά, ἀτενῶς ἔχειν [[πρός]] τι, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀτενής:''' -ές (<i>α αθροιστικό</i>, [[τείνω]])·<br /><b class="num">I.</b> εξαπλούμενος, προσκολλώμενος, λέγεται για τον κισσό, σε Σοφ.·<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για τη [[διάνοια]] και το λόγο του ανθρώπου, [[επίμονος]], [[σταθερός]], [[άκαμπτος]], [[ισχυρογνώμων]], σε Ησίοδ., Πλάτ.· επίσης, [[σκληρός]], [[ατίθασος]], [[ανελέητος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· επίρρ. <i>ἀτενῶς</i>, [[σοβαρά]], αυστηρά, ἀτενῶς ἔχειν [[πρός]] τι, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{elru