3,277,301
edits
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(-άω και -έω) (AM βαρῶ, -έω, Μ και -άω)<br /><b>1.</b> [[πιέζω]] με το [[βάρος]] μου<br /><b>2.</b> [[ενοχλώ]], [[λυπώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]]<br /><b>2.</b> [[σημαίνω]], [[χτυπώ]] («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η [[καμπάνα]]»)<br /><b>3.</b> έχω [[βάρος]], [[ζυγίζω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «βαράω [[λουμπάρδα]], τουφεκιές» — [[πυροβολώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]], τραυματίζομαι («βάρεσα το [[πόδι]]» ή «βάρεσα το [[πόδι]] μου»)<br /><b>2.</b> (για [[ποτό]]) «βαράει στο [[κεφάλι]]» — μεθάει, φέρνει [[ζάλη]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[χρέος]]) [[επιβαρύνω]]<br /><b>2.</b> | |mltxt=(-άω και -έω) (AM βαρῶ, -έω, Μ και -άω)<br /><b>1.</b> [[πιέζω]] με το [[βάρος]] μου<br /><b>2.</b> [[ενοχλώ]], [[λυπώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]]<br /><b>2.</b> [[σημαίνω]], [[χτυπώ]] («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η [[καμπάνα]]»)<br /><b>3.</b> έχω [[βάρος]], [[ζυγίζω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «βαράω [[λουμπάρδα]], τουφεκιές» — [[πυροβολώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]], τραυματίζομαι («βάρεσα το [[πόδι]]» ή «βάρεσα το [[πόδι]] μου»)<br /><b>2.</b> (για [[ποτό]]) «βαράει στο [[κεφάλι]]» — μεθάει, φέρνει [[ζάλη]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[χρέος]]) [[επιβαρύνω]]<br /><b>2.</b> «βαροῦμαι» — [[δυσανασχετώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μτχ. θηλ.) <i>βαρούμενη</i> και <i>βαρεμένη</i><br />η [[έγκυος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «οἴνῳ βεβαρηὼς» ή «...βεβαρημένος» — [[βαρύς]] απ' το [[πιοτό]], μεθυσμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. ρ. [[βαρώ]] [[είναι]] μτγν. και προήλθε από την ομηρική μτχ. [[βεβαρηώς]], που απαντά στις φρ. «οίνῳ <i>βεβαρηότες</i>» και «...<i>βεβαρηότα</i>» (γ 139, τ 122), αναλελυμένη [[μορφή]] του συνθ. [[οινοβαρής]] <span style="color: red;"><</span> [[οίνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> <span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]. Από το αρχ. [[βαρώ]] προέκυψε το νεοελλ. [[βαρώ]], με διαφορετική όμως [[σημασία]]. Η σημασιολογική [[εξέλιξη]] του ρήματος από «[[επιβαρύνω]], [[πιέζω]]» και «[[χτυπώ]]» ξεκινά από το θηλ. [[βαρεία]] του επίθ. [[βαρύς]], το οποίο ουσιαστικοποιήθηκε ([[βαρεία]] > [[βαρέα]] > [[βαριά]]) και κατέληξε να σημαίνει «[[σφυρί]]», που χρησιμοποιείται όχι μόνο για την [[πίεση]] κάποιου αντικειμένου, [[αλλά]] και για τον θρυμματισμό του πάγου, τη [[θραύση]] της πέτρας κ.ά., άρα αυτό με το οποίο [[κανείς]] χτυπά. Αργότερα και λόγω της ετυμολογικής και μορφολογικής σχέσεώς τους η [[σημασία]] του ουσιαστικού επεκτάθηκε και στο [[ρήμα]]]. | ||
}} | }} |