Anonymous

Κορύβας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "D.S." to "D.S."
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Koryvas
|Transliteration C=Koryvas
|Beta Code=&#42;koru/bas
|Beta Code=&#42;koru/bas
|Definition=[<b class="b3">ῠ], αντος, ὁ</b>, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">Corybant, priest of Cybele in Phrygia</b>, Hsch.: pl., <span class="bibl">Str.10.3.7</span>, <span class="bibl">D.S.5.49</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>8</span>; also associated with Dionysus, in pl. [[Κορύβαντες]], <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>125</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">Hipp.</span>143</span> (lyr.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>558</span>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>9.162</span>, Str.l.c.: metaph., of [[drunken persons]], <span class="bibl">Posidipp.26.22</span>.—Cf. [[Κύρβαντες]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[enthusiasm]], ὁ τῆς ποιητικῆς κ. Luc.<span class="title">Hist. Conscr.</span>45. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> fabulous gem, Ps.-Plu.<span class="title">Fluv.</span>18.8.</span>
|Definition=[ῠ], αντος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[Corybant]], [[priest]] of [[Cybele]] in [[Phrygia]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: pl., Str.10.3.7, [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.49, Luc.Salt.8; also associated with [[Dionysus]], in plural [[Κορύβαντες]], E.Ba.125 (lyr.), Hipp.143 (lyr.), Ar.Lys.558, Nonn.D.9.162, Str.l.c.: metaph., of [[drunken]] [[person]]s, Posidipp.26.22.—Cf. [[Κύρβαντες]].<br><span class="bld">II</span> [[enthusiasm]], ὁ τῆς ποιητικῆς κ. Luc.Hist. Conscr.45.<br><span class="bld">III</span> [[fabulous]] [[gem]], Ps.-Plu.Fluv.18.8.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''Κορύβᾱς''': ῠ, αντος, ὁ, ἱερεὺς τῆς Ρέας ἐν Φρυγίᾳ· ἐν τῷ πληθ. Κορύβαντες. Εὐρ. Βάκχ. 125, κτλ.· συγγενεῖς πρὸς αὐτοὺς [[εἶναι]] οἱ [[Κάβειροι]], Ἰδαῖοι, Δάκτυλοι, Τελχῖνες, καὶ οἱ Κούρητες κατὰ Στράβ. 466· ποιητ. δοτ. πληθ. Κυρβάντεσσι Σοφ. Ἀποσπ. 740, κατὰ τοὺς Παρισιν. κώδικ. παρὰ Duebner., πρβλ. Λυκόφρ. 78, Καλλ. εἰς Δία 46· ― [[ἐπειδὴ]] δὲ αἱ τελεταὶ αὐτῶν συνωδεύοντο μὲ μουσικὴν ἀγρίαν κτλ., ὁ [[Κορύβας]] ἐθεωρεῖτο ὡς [[μέθυσος]] ἢ [[μουσικός]], Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 377Β, Συνεσ. Ἐπιστ. 122. Πρὸς πλήρη πληροφορίαν ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. σελ. 1133 κ.ἑξ. ΙΙ. [[ἐνθουσιασμός]], ὁ τῆς ποιητικῆς κ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45.
|elnltext=Κορύβας -αντος, ὁ [κόρυς?] Corybant, priester van Rhea. wild enthousiasme:. τὸν τῆς ποιητικῆς κορύβαντα poëtische vervoering Luc. 59.45.
}}
{{elru
|elrutext='''Κορύβᾱς:''' αντος (ῠ) ὁ [[корибант]] (жрец Кибелы Фригийской, культ которой отличался разнузданностью и исступленностью) Eur. etc.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[Κορύβας]], -αντος, θηλ. [[Κορυβαντίς]], -[[ίδος]])<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι Κορύβαντες</i><br />δαίμονες, [[τέκνα]] της μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, [[κυρίως]] ως Ρέας-Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις, θορυβώδη [[μουσική]] και οργιαστικούς χορούς («πρῶτον δὲ φασι Ῥέαν ἡσθεῑσαν τῄ [[τέχνη]] ἐν Φρυγίᾳ μὲν τοὺς Κορύβαντας», <b>Λουκιαν.</b>)<br />(αρχ. (ως προσηγορικό) <i>ὁ κορύβας</i><br /><b>1.</b> [[εκστατικός]], [[ένθους]], [[έξαλλος]] («δεῑξαι τοῑς καταπεπληγμένοις ὅτι μὴ κορύβαντές εἰσι, [[μηδὲ]] τῶν περὶ τὴν Ῥέαν δαιμόνων», <b>Συνέσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μέθυσος]], μεθυσμένος<br /><b>3.</b> [[ενθουσιασμός]] («[[κίνδυνος]] γὰρ αὐτῇ το τε μέγιστον παρακινῆσαι, καὶ κατενεχθῆναι ἐς τὸν τῆς ποιητικῆς κορύβαντα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> [[ονομασία]] λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αγνωστης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. νορβ. <i>huerfa</i> «[[στριφογυρίζω]]» (πρβλ. τους κορυβαντικούς χορούς), [[οπότε]] η αρχική του [[μορφή]] θα [[πρέπει]] να ήταν <i>Κύρβαντες</i> (πρβλ. <i>κύρβις</i> «[[πινακίδα]] [[στρεπτή]] [[περί]] άξονα») και ο τ. <i>Κορύβαντες</i> να προέκυψε από παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το [[κόρυς]] «[[περικεφαλαία]]» (πρβλ. τους πολεμικούς χορούς τών Κορυβάντων). Η κατάλ. θυμίζει τα <i>Άβαντες</i>, <i>αλίβαντες</i>. Η [[προέλευση]] της κορυβαντικής λατρείας οδηγεί στη φρυγική [[καταγωγή]] της λέξης.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κορυβάντειος]], [[κορυβαντίζω]], [[κορυβαντικός]], [[Κορυβαντίς]], [[κορυβαντιώ]], [[κορυβαντώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κορυβάντιος]]].
|mltxt=ο (Α [[Κορύβας]], -αντος, θηλ. [[Κορυβαντίς]], -ίδος)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι Κορύβαντες</i><br />δαίμονες, [[τέκνα]] της μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, [[κυρίως]] ως Ρέας-Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις, θορυβώδη [[μουσική]] και οργιαστικούς χορούς («πρῶτον δὲ φασι Ῥέαν ἡσθεῖσαν τῄ [[τέχνη]] ἐν Φρυγίᾳ μὲν τοὺς Κορύβαντας», <b>Λουκιαν.</b>)<br />(αρχ. (ως προσηγορικό) <i>ὁ κορύβας</i><br /><b>1.</b> [[εκστατικός]], [[ένθους]], [[έξαλλος]] («δεῖξαι τοῖς καταπεπληγμένοις ὅτι μὴ κορύβαντές εἰσι, [[μηδὲ]] τῶν περὶ τὴν Ῥέαν δαιμόνων», <b>Συνέσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μέθυσος]], μεθυσμένος<br /><b>3.</b> [[ενθουσιασμός]] («[[κίνδυνος]] γὰρ αὐτῇ το τε μέγιστον παρακινῆσαι, καὶ κατενεχθῆναι ἐς τὸν τῆς ποιητικῆς κορύβαντα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> [[ονομασία]] λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αγνωστης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. νορβ. <i>huerfa</i> «[[στριφογυρίζω]]» (πρβλ. τους κορυβαντικούς χορούς), [[οπότε]] η αρχική του [[μορφή]] θα [[πρέπει]] να ήταν <i>Κύρβαντες</i> (πρβλ. <i>κύρβις</i> «[[πινακίδα]] [[στρεπτή]] [[περί]] άξονα») και ο τ. <i>Κορύβαντες</i> να προέκυψε από παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το [[κόρυς]] «[[περικεφαλαία]]» (πρβλ. τους πολεμικούς χορούς τών Κορυβάντων). Η κατάλ. θυμίζει τα <i>Άβαντες</i>, <i>αλίβαντες</i>. Η [[προέλευση]] της κορυβαντικής λατρείας οδηγεί στη φρυγική [[καταγωγή]] της λέξης.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κορυβάντειος]], [[κορυβαντίζω]], [[κορυβαντικός]], [[Κορυβαντίς]], [[κορυβαντιώ]], [[κορυβαντώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κορυβάντιος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Κορύβᾱς:''' [ῠ], -αντος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[ιερέας]] της Κυβέλης στη [[Φρυγία]], στον πληθ. [[Κορύβαντες]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ενθουσιασμός]], σε Λουκ.
|lsmtext='''Κορύβᾱς:''' [ῠ], -αντος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[ιερέας]] της Κυβέλης στη [[Φρυγία]], στον πληθ. [[Κορύβαντες]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ενθουσιασμός]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''Κορύβᾱς:''' αντος (ῠ) корибант (жрец Кибелы Фригийской, культ которой отличался разнузданностью и исступленностью) Eur. etc.
|lstext='''Κορύβᾱς''': ῠ, αντος, ὁ, ἱερεὺς τῆς Ρέας ἐν Φρυγίᾳ· ἐν τῷ πληθ. Κορύβαντες. Εὐρ. Βάκχ. 125, κτλ.· συγγενεῖς πρὸς αὐτοὺς [[εἶναι]] οἱ [[Κάβειροι]], Ἰδαῖοι, Δάκτυλοι, Τελχῖνες, καὶ οἱ Κούρητες κατὰ Στράβ. 466· ποιητ. δοτ. πληθ. Κυρβάντεσσι Σοφ. Ἀποσπ. 740, κατὰ τοὺς Παρισιν. κώδικ. παρὰ Duebner., πρβλ. Λυκόφρ. 78, Καλλ. εἰς Δία 46· ― [[ἐπειδὴ]] δὲ αἱ τελεταὶ αὐτῶν συνωδεύοντο μὲ μουσικὴν ἀγρίαν κτλ., ὁ [[Κορύβας]] ἐθεωρεῖτο ὡς [[μέθυσος]] ἢ [[μουσικός]], Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 377Β, Συνεσ. Ἐπιστ. 122. Πρὸς πλήρη πληροφορίαν ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. σελ. 1133 κ.ἑξ. ΙΙ. [[ἐνθουσιασμός]], ὁ τῆς ποιητικῆς κ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45.
}}
{{elnl
|elnltext=Κορύβας -αντος, ὁ [κόρυς?] Corybant, priester van Rhea. wild enthousiasme:. τὸν τῆς ποιητικῆς κορύβαντα poëtische vervoering Luc. 59.45.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Κορύ˘βᾱς, αντος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> a Corybant, [[priest]] of [[Cybele]] in [[Phrygia]]; in pl. [[Κορύβαντες]], Eur., etc.<br /><b class="num">II.</b> [[enthusiasm]], Luc.
|mdlsjtxt=Κορῠ́βᾱς, αντος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> a Corybant, [[priest]] of [[Cybele]] in [[Phrygia]]; in plural [[Κορύβαντες]], Eur., etc.<br /><b class="num">II.</b> [[enthusiasm]], Luc.
}}
}}