Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Πήγασος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3"
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Pigasos
|Transliteration C=Pigasos
|Beta Code=&#42;ph/gasos
|Beta Code=&#42;ph/gasos
|Definition=Dor. Πάγᾰσος [ᾱγ], ὁ, <span class="title">Pegasus</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>281</span>, <span class="bibl">325</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span> 306</span>, <span class="bibl">Apollod.2.3.2</span>, <span class="bibl">Str.8.6.21</span>, <span class="bibl">Paus.2.4.1</span>, etc. : pl. [[Πήγασοι]], as a sample of prodigies, pl.<span class="title">Phdr.</span>229d, cf. Cic.<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[Pro Quinct]].<span class="bibl">25.80</span>, <span class="bibl">Plin. <span class="title">HN</span>8.72</span>, <span class="bibl">10.136</span> :—Adj. Πηγάσειος [ᾰ], α, ον, πτερόν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>76</span> : fem. Πᾱγᾰσὶς [[κράνα]], <span class="title">Hippocrene</span>, <span class="bibl">Mosch.3.77</span>, cf. <span class="title">AP</span>11.24 (Antip.).</span>
|Definition=Dor. [[Πάγασος]] [ᾱγ], ὁ, [[Pegasus]], ''Hes.Th.''281, ''325'', ''E.Fr.'' 306, ''Apollod.2.3.2'', ''Str.8.6.21'', ''Paus.2.4.1'', etc.: pl. [[Πήγασοι]], as a sample of prodigies, pl.Phdr.229d, cf. Cic. ''Pro Quinct''.''25.80'', ''Plin. HN''8.72, ''10.136'':—Adj. [[Πηγάσειος]] [ᾰ], α, ον, = [[Pegasean]] [[πτερόν]] ''Ar.Pax''76: fem. Παγασὶς [[κράνα]], Hippocrene, ''Mosch.3.77'', cf. AP11.24 (Antip.).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Pégase, <i>cheval ailé de Persée</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]], [[πηγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''Πήγᾰσος:''' дор. [[Πάγασος|Πάγᾰσος]] (πᾱ) ὁ [[Пегас]] (крылатый конь Персея, а затем Беллерофонта) Hes., Arph., Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Πήγᾰσος''': Δωρ. Πάγασος, ὁ, [[ἵππος]] ἀναπηδήσας ἐκ τοῦ αἵματος τῆς Μεδούσης καὶ λαβὼν τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο [[διότι]] ἐγεννήθη περὶ τὰς πηγὰς τοῦ Ὠκεανοῦ [[ἔνθα]] ὁ Περσεὺς ἔσφαξε τὴν Μέδουσαν, Ἡσ. Θεογ. 281· ἐπ’ [[αὐτοῦ]] ἵππευσεν ὁ Βελλεροφόντης ὅτε ἐφόνευσε τὴν Χίμαιραν, [[αὐτόθι]] 325· οἱ [[μετέπειτα]] ποιηταὶ περιγράφουσιν αὐτὸν ὡς ὑπόπτερον, Εὐρ. Ἀποσπ. 308, 309, Ἀριστοφ. Εἰρ. 76, πρβλ. Ἀπολλόδ. 2. 3, 2· καὶ ἔτι [[ὕστερον]] ἐθεωρεῖτο προσφιλὴς ταῖς Μούσαις καὶ ὑπὸ τὴν ὁπλὴν [[αὐτοῦ]] ἀνέβλυσε τὸ [[ὕδωρ]] τῆς Ἱπποκρήνης (ἵππου κρήνης) ἐπὶ τοῦ Ἑλικῶνος, Στράβ. 379, Παυσ. 2. 1, 4, κτλ.· ― πληθ. Πήγασοι, ὡς [[εἶδος]] τεράτων, Γοργόνων καὶ Πηγάσων Πλάτ. Φαῖδρ. 229Ε, κτλ. ― Ὑποκορ. Πηγάσιον, τό, Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἐπίθ. θηλ. Πηγασὶς [[κρήνη]], ἡ [[Ἱπποκρήνη]], Μόσχ. 3. 78, Ἀνθ. Π. 11. 24· καὶ παρὰ τοῖς Λατ. ποιηταῖς Pegasides καλοῦνται αἱ Μοῦσαι, Προπέρτ., κλ.
|lstext='''Πήγᾰσος''': Δωρ. Πάγασος, ὁ, [[ἵππος]] ἀναπηδήσας ἐκ τοῦ αἵματος τῆς Μεδούσης καὶ λαβὼν τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο [[διότι]] ἐγεννήθη περὶ τὰς πηγὰς τοῦ Ὠκεανοῦ [[ἔνθα]] ὁ Περσεὺς ἔσφαξε τὴν Μέδουσαν, Ἡσ. Θεογ. 281· ἐπ’ [[αὐτοῦ]] ἵππευσεν ὁ Βελλεροφόντης ὅτε ἐφόνευσε τὴν Χίμαιραν, [[αὐτόθι]] 325· οἱ [[μετέπειτα]] ποιηταὶ περιγράφουσιν αὐτὸν ὡς ὑπόπτερον, Εὐρ. Ἀποσπ. 308, 309, Ἀριστοφ. Εἰρ. 76, πρβλ. Ἀπολλόδ. 2. 3, 2· καὶ ἔτι [[ὕστερον]] ἐθεωρεῖτο προσφιλὴς ταῖς Μούσαις καὶ ὑπὸ τὴν ὁπλὴν [[αὐτοῦ]] ἀνέβλυσε τὸ [[ὕδωρ]] τῆς Ἱπποκρήνης (ἵππου κρήνης) ἐπὶ τοῦ Ἑλικῶνος, Στράβ. 379, Παυσ. 2. 1, 4, κτλ.· ― πληθ. Πήγασοι, ὡς [[εἶδος]] τεράτων, Γοργόνων καὶ Πηγάσων Πλάτ. Φαῖδρ. 229Ε, κτλ. ― Ὑποκορ. Πηγάσιον, τό, Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἐπίθ. θηλ. Πηγασὶς [[κρήνη]], ἡ [[Ἱπποκρήνη]], Μόσχ. 3. 78, Ἀνθ. Π. 11. 24· καὶ παρὰ τοῖς Λατ. ποιηταῖς Pegasides καλοῦνται αἱ Μοῦσαι, Προπέρτ., κλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Pégase, <i>cheval ailé de Persée</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]], [[πηγή]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> <b>μυθολ.</b> φτερωτό [[άλογο]], [[γιος]] του Ποσειδώνος και της Μέδουσας ή της Γης, γονιμοποιημένης από το [[αίμα]] της Γοργούς, ή της Γης από την οποία ξεπήδησε [[κατά]] την [[έριδα]] του Ποσειδώνος και της Αθηνάς στην Ακρόπολη τών Αθηνών<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> [[εκτεταμένος]] [[ευδιάκριτος]] [[αστερισμός]] του βόρειου ημισφαιρίου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως προσηγ.</b><br />α) <b>ζωολ.</b> μικρόσωμο θαλάσσιο [[ψάρι]], μήκους 15 [[περίπου]] εκατοστομέτρων, με επίμηκες [[σώμα]], καλυμμένο, [[εκτός]] από την [[ουρά]], από θώρακα με οστέινους δακτυλίους<br />β) <b>φυσ.</b> [[ονομασία]] πυρηνικού αντιδραστήρα τύπου κολυμβητικής δεξαμενής, προορισμένου για επιστημονική [[έρευνα]], για δοκιμές καυσίμων<br /><b>2.</b> <b>αστροναυτ.</b> [[ονομασία]] [[σειράς]] τριών αμερικανικών επιστημονικών τεχνητών δορυφόρων που εκτοξεύθηκαν το 1965<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ιππεύει τον Πήγασο» ή «[[καβάλα]] στον Πήγασο» — έχει ποιητική [[έμπνευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αβέβαιης ετυμολ. με [[επίθημα]] -(<i>α</i>)<i>σος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κόμπασος]], [[μέθυσος]], [[πέτασος]]) που θυμίζει υποκορ. ανθρωπωνύμια όπως: <i>Δάμασος</i>, <i>Ἔλασος</i>, <i>Ἄρκεσος</i>, <i>Πήδασος</i> (<b>πρβλ.</b> [[πηδώ]]). Η [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία το όνομα παράγεται από τη λ. [[πηγή]] οφείλεται [[μάλλον]] σε [[παρετυμολογία]]. Πιθανότερη φαίνεται η [[παραγωγή]] του από το επίθ. [[πηγός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), με την αρχική του σημ. «[[συμπαγής]], [[δυνατός]]» και όχι με τη σημ. «[[άσπρος]]» που αποδόθηκε στο επιθ. μτγν. (<b>βλ. λ.</b> [[πηγός]]). Έχει διατυπωθεί, [[τέλος]], και η [[άποψη]] ότι το όνομα ανάγεται στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> <b>μυθολ.</b> φτερωτό [[άλογο]], [[γιος]] του Ποσειδώνος και της Μέδουσας ή της Γης, γονιμοποιημένης από το [[αίμα]] της Γοργούς, ή της Γης από την οποία ξεπήδησε [[κατά]] την [[έριδα]] του Ποσειδώνος και της Αθηνάς στην Ακρόπολη τών Αθηνών<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> [[εκτεταμένος]] [[ευδιάκριτος]] [[αστερισμός]] του βόρειου ημισφαιρίου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως προσηγ.</b><br />α) <b>ζωολ.</b> μικρόσωμο θαλάσσιο [[ψάρι]], μήκους 15 [[περίπου]] εκατοστομέτρων, με επίμηκες [[σώμα]], καλυμμένο, [[εκτός]] από την [[ουρά]], από θώρακα με οστέινους δακτυλίους<br />β) <b>φυσ.</b> [[ονομασία]] πυρηνικού αντιδραστήρα τύπου κολυμβητικής δεξαμενής, προορισμένου για επιστημονική [[έρευνα]], για δοκιμές καυσίμων<br /><b>2.</b> <b>αστροναυτ.</b> [[ονομασία]] [[σειράς]] τριών αμερικανικών επιστημονικών τεχνητών δορυφόρων που εκτοξεύθηκαν το 1965<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ιππεύει τον Πήγασο» ή «[[καβάλα]] στον Πήγασο» — έχει ποιητική [[έμπνευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Λ. αβέβαιης ετυμολ. με [[επίθημα]] -(<i>α</i>)<i>σος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κόμπασος]], [[μέθυσος]], [[πέτασος]]) που θυμίζει υποκορ. ανθρωπωνύμια όπως: <i>Δάμασος</i>, <i>Ἔλασος</i>, <i>Ἄρκεσος</i>, <i>Πήδασος</i> (<b>πρβλ.</b> [[πηδώ]]). Η [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία το όνομα παράγεται από τη λ. [[πηγή]] οφείλεται [[μάλλον]] σε [[παρετυμολογία]]. Πιθανότερη φαίνεται η [[παραγωγή]] του από το επίθ. [[πηγός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), με την αρχική του σημ. «[[συμπαγής]], [[δυνατός]]» και όχι με τη σημ. «[[άσπρος]]» που αποδόθηκε στο επιθ. μτγν. (<b>βλ. λ.</b> [[πηγός]]). Έχει διατυπωθεί, [[τέλος]], και η [[άποψη]] ότι το όνομα ανάγεται στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Πήγᾰσος:''' Δωρ. Πάγασος, ὁ, ο [[Πήγασος]], το [[άλογο]] που αναπήδησε από το [[αίμα]] της Μέδουσας και ονομάστηκε από τις πηγές (<i>πηγαί</i>) του Ωκεανού, κοντά στις οποίες σκοτώθηκε η [[Μέδουσα]]· το ίππευε ο [[Βελλεροφόντης]] όταν φόνευσε τη [[Χίμαιρα]], σε Ησίοδ.· μεταγεν. ποιητές τον περιέγραφαν ως φτερωτό, σε Αριστοφ.· μεταγεν. επίσης θεωρήθηκε ο [[αγαπημένος]] των Μουσών και λέγεται ότι [[κάτω]] από τα πόδια του ανέβλυσε το [[νερό]] της Ιπποκρήνης πηγής (ἵππου [[κρήνη]]) στον Ελικώνα, σε Στράβ. κ.λπ.· επίθ. θηλ. Πηγασὶςκρήνη, Ιπποκρήνη, σε Μόσχ.
|lsmtext='''Πήγᾰσος:''' Δωρ. Πάγασος, ὁ, ο [[Πήγασος]], το [[άλογο]] που αναπήδησε από το [[αίμα]] της Μέδουσας και ονομάστηκε από τις πηγές (<i>πηγαί</i>) του Ωκεανού, κοντά στις οποίες σκοτώθηκε η [[Μέδουσα]]· το ίππευε ο [[Βελλεροφόντης]] όταν φόνευσε τη [[Χίμαιρα]], σε Ησίοδ.· μεταγεν. ποιητές τον περιέγραφαν ως φτερωτό, σε Αριστοφ.· μεταγεν. επίσης θεωρήθηκε ο [[αγαπημένος]] των Μουσών και λέγεται ότι [[κάτω]] από τα πόδια του ανέβλυσε το [[νερό]] της Ιπποκρήνης πηγής (ἵππου [[κρήνη]]) στον Ελικώνα, σε Στράβ. κ.λπ.· επίθ. θηλ. Πηγασὶςκρήνη, Ιπποκρήνη, σε Μόσχ.
}}
{{elru
|elrutext='''Πήγᾰσος:''' дор. [[Πάγασος|Πάγᾰσος]] (πᾱ) ὁ Пегас (крылатый конь Персея, а затем Беллерофонта) Hes., Arph., Plat.
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''Πήγασος''': {Pḗgasos}<br />'''Forms''': dor. Πάγ-<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': N. eines mythischen Rosses, das von Poseidon in Roßgestalt mit Medusa erzeugt wurde (seit Hes.).<br />'''Derivative''': Davon Πηγάσειος, f. -ίς ‘zu P. gehörig’ (Ar., Mosch., ''AP'').<br />'''Etymology''' : Appellativische Bed. unbekannt; mithin ohne sichere Etymologie. Morphologisch sowohl mit Appellativa wie [[πέτασος]], κόμπασος als auch mit Kosenamen wie Ἔλασος, Δάμασος vergleichbar, läßt es sich formal auf πηγαί, [[πηγή]] (Hes. ''Th''. 282, Prellwitz, Bq, Nilsson Gr. Rel. 1, 451) oder auf [[πηγός]] [[fest]], [[stark]], [[kräftig]] (ἵππους π. ''I'' 124; Kretschmer Glotta 31, 95 ff.) beziehen. Das Farbenadj. [[πηγός]] [[weiß]] (auch [[schwarz]]), wovon nach Malten (s. Wahrmann Glotta 17, 262), Schachermeyr Poseidon (1950) 179, v. Wilamowitz Glaube 1, 275 [[Πήγασος]] stammen soll (vgl. Λεύκιππος), fußt auf falscher Homerinterpretation (Lit. s. [[πήγνυμι]]). — Vorgr. Herkunft ist selbstverständlich gut denkbar; vgl. Schwyzer 62 m. Lit.<br />'''Page''' 2,524-525
|ftr='''Πήγασος''': {Pḗgasos}<br />'''Forms''': dor. Πάγ-<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': N. eines mythischen Rosses, das von Poseidon in Roßgestalt mit Medusa erzeugt wurde (seit Hes.).<br />'''Derivative''': Davon Πηγάσειος, f. -ίς ‘zu P. gehörig’ (Ar., Mosch., ''AP'').<br />'''Etymology''': Appellativische Bed. unbekannt; mithin ohne sichere Etymologie. Morphologisch sowohl mit Appellativa wie [[πέτασος]], κόμπασος als auch mit Kosenamen wie Ἔλασος, Δάμασος vergleichbar, läßt es sich formal auf πηγαί, [[πηγή]] (Hes. ''Th''. 282, Prellwitz, Bq, Nilsson Gr. Rel. 1, 451) oder auf [[πηγός]] [[fest]], [[stark]], [[kräftig]] (ἵππους π. ''I'' 124; Kretschmer Glotta 31, 95 ff.) beziehen. Das Farbenadj. [[πηγός]] [[weiß]] (auch [[schwarz]]), wovon nach Malten (s. Wahrmann Glotta 17, 262), Schachermeyr Poseidon (1950) 179, v. Wilamowitz Glaube 1, 275 [[Πήγασος]] stammen soll (vgl. Λεύκιππος), fußt auf falscher Homerinterpretation (Lit. s. [[πήγνυμι]]). — Vorgr. Herkunft ist selbstverständlich gut denkbar; vgl. Schwyzer 62 m. Lit.<br />'''Page''' 2,524-525
}}
{{trml
|trtx=als: Pegasos; ar: بيغاسوس; ary: بيڭاسوس; ast: Pegasu; as: পেগেছাছ; az: Peqas; be: Пегас; bg: Пегас; bn: পেগাসাস; br: Pegasos; bs: Pegaz; ca: Pegàs; co: Pegasu; cs: Pegas; cy: Pegasus; da: Pegasus; de: [[Pegasos]]; el: [[Πήγασος]]; en: [[Pegasus]]; eo: Pegazo; es: [[Pegaso]]; et: Pegasos; eu: Pegaso; fa: پگاسوس; fiu_vro: Pegasus; fi: Pegasos; fr: [[Pégase]]; ga: Peigeasas; gl: Pegaso; he: פגסוס; hr: Pegaz; hu: Pégaszosz; hy: Պեգաս; id: Pegasus; io: Pegazo; is: Pegasos; it: [[Pegaso]]; ja: ペーガソス; jv: Pegasus; ka: პეგასი; kk: Пырақ; ko: 페가수스; kw: Marghkell; la: [[Pegasus]]; lt: Pegasas; lv: Pegazs; mk: Пегаз; ml: പെഗാസസ്; mni: ꯄꯦꯒꯥꯁꯁ; ms: Pegasus; my: ပက်ဂါဆပ်စ်; nl: [[Pegasus]]; nn: Pegasus; no: Pegasus; nrm: Pégase; oc: Pegàs; pa: ਪੈਗਾਸਸ; pl: Pegaz; pnb: پیگاسس; pt: [[Pégaso]]; ro: Pegas; ru: [[Пегас]]; sah: Пегаас; sh: Pegaz; simple: Pegasus; sk: Pegas; sl: Pegaz; sq: Pegazi; sr: Пегаз; sv: Pegasos; ta: பெகாசசு; th: เพกาซัส; tr: Pegasus; uk: Пегас; uz: Pegasus; vi: Pegasus; war: Pegasus; wuu: 珀伽索斯; zh_yue: 飛馬; zh: 珀伽索斯
}}
}}