Anonymous

ὀπτώ: Difference between revisions

From LSJ
3 bytes removed ,  13 December 2020
m
Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">"
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=opto
|Transliteration C=opto
|Beta Code=o)ptw/
|Beta Code=o)ptw/
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ὀκτώ]].</span>
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ὀκτώ]].</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀπτώ]], οἱ, αἱ, τὰ (Α)<br />([[ηλειακός]] τ.) <b>βλ.</b> [[οκτώ]].<br /><b>(II)</b><br />(Α ὀπτῶ, -άω)<br />(σχετικά με [[έδεσμα]]) [[ψήνω]] στη [[φωτιά]] [[χωρίς]] τη [[χρήση]] νερού, λαδιού ή βουτύρου («ὀπτῶ τὰ κρέα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με ψάρια και αβγά) [[τηγανίζω]]<br /><b>2.</b> [[ψήνω]] [[φρυγανιά]] με [[τυρί]]<br /><b>3.</b> [[ψήνω]] σε φούρνο, [[κλιβανίζω]]<br /><b>4.</b> (για πλίνθους ή για πήλινα σκεύη) [[καμινεύω]]<br /><b>5.</b> (για τον ήλιο) [[καψαλίζω]], [[καίω]], [[αποξηραίνω]] («ἡ γῆ ὀπτᾱται ὑπὸ τοῡ ἡλίου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[βασανίζω]] υπερβολικά («τοῡτον ὀπτᾱν καὶ στρέφειν», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) (για τον έρωτα) [[προκαλώ]] σφοδρή [[επιθυμία]], [[καταφλέγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ὀπτῶ</i>, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], [[είναι]] παρ. της λ. [[ὀπτός]] (II), ενώ κατ' άλλους αποτελεί μεταρρηματικό παρ. σε -<i>τάω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αρτάω</i>: [[αείρω]]))].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀπτώ]], οἱ, αἱ, τὰ (Α)<br />([[ηλειακός]] τ.) <b>βλ.</b> [[οκτώ]].<br /><b>(II)</b><br />(Α ὀπτῶ, -άω)<br />(σχετικά με [[έδεσμα]]) [[ψήνω]] στη [[φωτιά]] [[χωρίς]] τη [[χρήση]] νερού, λαδιού ή βουτύρου («ὀπτῶ τὰ κρέα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με ψάρια και αβγά) [[τηγανίζω]]<br /><b>2.</b> [[ψήνω]] [[φρυγανιά]] με [[τυρί]]<br /><b>3.</b> [[ψήνω]] σε φούρνο, [[κλιβανίζω]]<br /><b>4.</b> (για πλίνθους ή για πήλινα σκεύη) [[καμινεύω]]<br /><b>5.</b> (για τον ήλιο) [[καψαλίζω]], [[καίω]], [[αποξηραίνω]] («ἡ γῆ ὀπτᾱται ὑπὸ τοῡ ἡλίου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[βασανίζω]] υπερβολικά («τοῡτον ὀπτᾱν καὶ στρέφειν», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) (για τον έρωτα) [[προκαλώ]] σφοδρή [[επιθυμία]], [[καταφλέγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ὀπτῶ</i>, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], [[είναι]] παρ. της λ. [[ὀπτός]] (II), ενώ κατ' άλλους αποτελεί μεταρρηματικό παρ. σε -<i>τάω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αρτάω</i>: [[αείρω]]))].
}}
}}