Anonymous

μακαρίτης: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "<span class="bibl">111</span>" to "''111''")
mNo edit summary
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=μᾰκᾰρίτης
|Full diacritics=μᾰκᾰρῑ́της
|Medium diacritics=μακαρίτης
|Medium diacritics=μακαρίτης
|Low diacritics=μακαρίτης
|Low diacritics=μακαρίτης
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=makaritis
|Transliteration C=makaritis
|Beta Code=makari/ths
|Beta Code=makari/ths
|Definition=[ῑ], ου, Dor. [[μακαρίτας|μακαρίτᾱς]], ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> like [[μάκαρ]] ''111'', [[one blessed]], i.e. [[dead]], esp. of one [[lately dead]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>633</span> (lyr.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span> 488.10</span>, <span class="bibl">Men.1032</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>447.1</span> (iii B.C.): freq. in late writers, Plu.2.120b, <span class="bibl">Ath.3.113e</span>; <b class="b3">ὁ μ. σου πατήρ</b> your [[late]] father, <span class="bibl">Luc. <span class="title">DMeretr.</span>6.1</span>, etc.:—fem. μᾰκᾰρ-ῖτις, ιδος, <span class="bibl">Theoc.2.70</span>, <span class="bibl">Herod.6.55</span>; ἡ μ. μου γυνή <span class="bibl">Luc.<span class="title">Philops.</span>27</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Adj., <b class="b3">μ. βίος</b>, with a play on ''1'', <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>555</span>.</span>
|Definition=[ῑ], ου, Dor. [[μακαρίτας|μακαρίτᾱς]], ὁ,<br><span class="bld">A</span> like [[μάκαρ]] ''III'', [[one blessed]], i.e. [[dead]], especially of one [[lately dead]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''633 (lyr.), Ar.''Fr.'' 488.10, Men.1032, ''PCair.Zen.''447.1 (iii B.C.): freq. in late writers, Plu.2.120b, Ath.3.113e; <b class="b3">ὁ μακαρίτης σου πατήρ</b> your [[late]] [[father]], Luc. ''DMeretr.''6.1, etc.:—fem. [[μακαρῖτις]], ιδος, Theoc.2.70, Herod.6.55; ἡ μακαρῖτις μου γυνή Luc.''Philops.''27.<br><span class="bld">II</span> as adjective, <b class="b3">μακαρίτης βίος</b>, with a play on ''1'', Ar.''Pl.''555.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />bienheureux, fortuné;<br /><b>1</b> <i>en parl. de pers., particul. d'un mort dont on parle avec respect</i> ὁ [[μακαρίτης]], <i>etc.</i> LUC le bienheureux tel;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> [[μακαρίτης]] [[βίος]] AR vie laborieuse.<br />'''Étymologie:''' [[μάκαρ]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der Selige</i>, d.i. <i>der [[Verstorbene]]</i>, Aesch. <i>Pers</i>. 625; aber nur von [[kürzlich]] Verstorbenen, Bentl. <i>Phalar</i>. p. 9; Theocr. 2.70 und bes. bei Sp., wie Luc., ὁ [[μακαρίτης]] [[σου]] [[πατήρ]], <i>D.Mer</i>. 6, und K.S., vgl. noch Ath. III.113e, μακαρίους οὖν αὐτούς, [[μᾶλλον]] δὲ μακαρίτας εἶναί φημι, wo es [[offenbar]] eine [[Steigerung]], <i>[[glücklich]], [[selig]]</i> ist. – Adj., = [[μακάριος]], z.B. [[βίος]], Ar. <i>Plut</i>. 555 und Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰκᾰρίτης:''' ου (ῑ) adj. m [[μακάριος]] 3]<br /><b class="num">1</b> [[блаженной памяти]], [[покойный]], [[почивший]] Aesch., Plut.: ὁ μ. [[σου]] [[πατήρ]] Luc. твой покойный отец;<br /><b class="num">2</b> Arph. = [[μακαριστός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰκᾰρίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὡς τὸ [[μάκαρ]] ΙΙΙ, ὁ [[μακάριος]] γενόμενος, τῆς μακαριότητος ἀπολαύων, δηλ. ὁ τεθνεώς, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ νεωστὶ ἀποθανόντος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 933, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 445α, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 366· συχνὸν παρὰ μεταγενεστ. συγγραφ., ὡς Πλούτ. 2. 120C, Ἀθήν. 113Ε· ὁ μ. σου [[πατήρ]], ὡς καὶ νῦν ἔτι, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 6. 1, κτλ.· ἀλλὰ συνηθέστατ. παρὰ Χριστιαν. συγγραφ., ὡς τὸ Λατ. felix, Ruhnk. εἰς Τίμ.· θηλ. μᾰκᾰρῖτις, ιδος, ἡ «μακαρίτισσα», Θεόκρ. 2. 70, Ἡρώνδ. VI, 55· ἡ μ. μου γυνὴ Λουκ. Φιλοψ. 27. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μ. [[βίος]], [[μετὰ]] διπλῆς σημασίας, Ἀριστοφ. Πλ. 555, [[ἔνθα]] ἴδε Hemst.
|lstext='''μᾰκᾰρίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὡς τὸ [[μάκαρ]] ΙΙΙ, ὁ [[μακάριος]] γενόμενος, τῆς μακαριότητος ἀπολαύων, δηλ. ὁ τεθνεώς, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ νεωστὶ ἀποθανόντος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 933, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 445α, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 366· συχνὸν παρὰ μεταγενεστ. συγγραφ., ὡς Πλούτ. 2. 120C, Ἀθήν. 113Ε· ὁ μ. σου [[πατήρ]], ὡς καὶ νῦν ἔτι, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 6. 1, κτλ.· ἀλλὰ συνηθέστατ. παρὰ Χριστιαν. συγγραφ., ὡς τὸ Λατ. felix, Ruhnk. εἰς Τίμ.· θηλ. μᾰκᾰρῖτις, ιδος, ἡ «μακαρίτισσα», Θεόκρ. 2. 70, Ἡρώνδ. VI, 55· ἡ μ. μου γυνὴ Λουκ. Φιλοψ. 27. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μ. [[βίος]], μετὰ διπλῆς σημασίας, Ἀριστοφ. Πλ. 555, [[ἔνθα]] ἴδε Hemst.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />bienheureux, fortuné;<br /><b>1</b> <i>en parl. de pers., particul. d’un mort dont on parle avec respect</i> ὁ [[μακαρίτης]], <i>etc.</i> LUC le bienheureux tel;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> [[μακαρίτης]] [[βίος]] AR vie laborieuse.<br />'''Étymologie:''' [[μάκαρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[μακαρίτισσα]] (AM [[μακαρίτης]], θηλ. μακαρῑτις, Α δωρ. τ. μακαρίτας)<br /><b>1.</b> αυτός που βρήκε τη [[μακαριότητα]] με τον θάνατο, αυτός που πέθανε και απαλλάχθηκε από τα βάσανα της ζωής<br /><b>2.</b> [[μακάριος]], [[ευτυχής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «στις [[εννιά]] του μακαρίτη μπήκε [[άλλος]] μέσ' στο [[σπίτι]]» — λέγεται για χήρες που δεν πενθούν όσο [[πρέπει]] τον σύζυγό τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάκαρ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κεραμ</i>-[[ίτης]], <i>λιθ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ο, θηλ. [[μακαρίτισσα]] (AM [[μακαρίτης]], θηλ. μακαρῖτις, Α δωρ. τ. μακαρίτας)<br /><b>1.</b> αυτός που βρήκε τη [[μακαριότητα]] με τον θάνατο, αυτός που πέθανε και απαλλάχθηκε από τα βάσανα της ζωής<br /><b>2.</b> [[μακάριος]], [[ευτυχής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «στις [[εννιά]] του μακαρίτη μπήκε [[άλλος]] μέσ' στο [[σπίτι]]» — λέγεται για χήρες που δεν πενθούν όσο [[πρέπει]] τον σύζυγό τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάκαρ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[κεραμίτης]], [[λιθίτης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰκᾰρίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, βλ. [[μάκαρ]] II.<br /><b class="num">I.</b> [[καλότυχος]], δηλ. πεθαμένος, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[μακαρίτης]] [[βίος]], με διπλό [[νόημα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μᾰκᾰρίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, βλ. [[μάκαρ]] II.<br /><b class="num">I.</b> [[καλότυχος]], δηλ. πεθαμένος, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[μακαρίτης]] [[βίος]], με διπλό [[νόημα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰκᾰρίτης:''' ου (ῑ) adj. m [[μακάριος]] 3]<br /><b class="num">1)</b> блаженной памяти, покойный, почивший Aesch., Plut.: ὁ μ. [[σου]] [[πατήρ]] Luc. твой покойный отец;<br /><b class="num">2)</b> Arph. = [[μακαριστός]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μᾰκᾰρί¯της, ου, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> like [[μάκαρ]] III, one [[blessed]], i. e. [[dead]], Aesch., etc.<br /><b class="num">II.</b> as adj., μ. [[βίος]], with a [[double]] [[meaning]], Ar.
|mdlsjtxt=μᾰκᾰρῑ́της, ου, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> like [[μάκαρ]] III, one [[blessed]], i. e. [[dead]], Aesch., etc.<br /><b class="num">II.</b> as adj., μ. [[βίος]], with a [[double]] [[meaning]], Ar.
}}
}}