3,258,334
edits
m (Text replacement - "<span class="bibl">111</span>" to "''111''") |
|||
(33 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syntomos | |Transliteration C=syntomos | ||
|Beta Code=su/ntomos | |Beta Code=su/ntomos | ||
|Definition= | |Definition=σύντομον,<br><span class="bld">A</span> [[cut short]], [[abridged]], especially of a [[road]], [[ἀτραπός|ἀτραπὸς]] [[ξύντομος]] a [[shortcut]], Ar.''Ra.''123; ἡ [[κατάβασις]] συντομωτέρη [[Herodotus|Hdt.]]7.223; τὰ σύντομα τῆς ὁδοῦ Id.1.185, 4.136; <b class="b3">συντομώτατον</b> [[the shortest cut]], Id.2.158, 4.183; τὰ συντομώτατα Th.2.97; [[σύντομος]] (''[[sc.]]'' [[ὁδός]]) [[Herodotus|Hdt.]]5.17, X.''HG''7.2.13, etc.; συντομωτάτη ὁδός Heraclit.(?) 135; τὴν συντομωτάτην.. ἦγε X.''HG''7.5.21; cf. [[συντέμνω]] ''ΙΙ'',''III''.<br><span class="bld">2</span> of [[language]], [[concise]], [[brief]], [[μῦθος]] [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''698 (troch.), cf. E.''Heracl.''784 (Sup.), etc; συντομώτερος ὁ λόγος Isoc.3.27; σ. λέξις Arist.''Rh.''1414a25; [[ἐπεισόδιον|ἐπεισόδια]] Id.''Po.''1455b16; σύντομος [[ἀνάμνησις]] a [[concise]] [[summary]], Id.''Rh.Al.''1433b29; [[διαλογισμός]] Epicur.''Ep.''2p.35U.; <b class="b3">φανῶ.. σημεῖα τῶνδε σ.</b> [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''710; [[τὸ σύντομον]] = [[conciseness]], D.H. ''Vett.Cens.''3.1.<br><span class="bld">3</span> of other things, συντομωτάτη διαπολέμησις Th.7.42; σύντομος [[ἐμβολή]], σύντομος [[παρουσία]], etc., Plb.3.78.6, 11.1.1, etc.<br><span class="bld">4</span> of [[stature]], [[short]], Call.''Epigr.''13.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[συντόμως]] = [[concisely]], [[briefly]], <b class="b3">συντόμως φημίσασθαι, συντόμως λέξειν</b>, etc., [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''629, ''Eu.''585, etc.; <b class="b3">πεύσει τὰ πάντα συντόμως</b> ib.415; ὡς συντόμως εἰπεῖν Pl.''Ti.''25e: also neut. pl., εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ σύντομα [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''446 ([[varia lectio|v.l.]] [[συντόμως]]): Comp. συντομώτερον Isoc.4.64, etc.: Sup. συντομώτατα Id.10.30; συντομώτατον εἰπεῖν Alex.245.4: but also <b class="b3">συντομωτέρως</b>, Is.11.3 (cj.), Epicur.''Ep.''1p.27U.; συντομωτάτως [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1579.<br><span class="bld">2</span> of [[time]], [[shortly]], [[quickly]], [[immediately]], ἀπολλύναι Hp.''Aph.''3.12, cf. [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''810, ''PCair.Zen.''412.9 (iii B.C.), Plb.8.16.7, J.''AJ''7.9.7. Sor.1.91, etc.: Sup. συντομώτατα ''Rev.Arch.''22(1925).62 (Callatis, iii B.C.), ''PCair.Zen.''28.8 (iii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1036.png Seite 1036]] zusammengeschnitten, beschnitten, abgekürzt, kurz; [[μήτι]] μακεστῆρα μῦθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων, Aesch. Pers. 684, wie Soph. εἰπέ μοι μὴ [[μῆκος]], ἀλλὰ σύντομα, Ant. 442; μύθους συντομωτάτους κλύειν, Eur. Heracl. 784; Ar. Ran. 123; ἡ [[σύντομος]], sc. [[ὁδός]], der kurze Weg, Richtweg, Her. 5, 17; auch τὰ σύντομα τῆς ὁδοῦ, 1, 185. 4, 136; συντομώτατόν ἐστι, es ist der kürzeste Weg, 7, 121; συντομωτάτη [[διαπολέμησις]], Thuc. 7, 42; [[ὁδός]], Xen. Cyr. 1, 6, 21, wie Pol. u. a. Sp. – Adv. συντόμως, in Kurzem, bes. von der Rede, πεύσῃ τὰ πάντα συντόμως, Aesch. Eum. 393; λέξομεν, 555; ξυντομωτάτως μὲν ἂν τύχοιμι λέξας, Soph. O. C. 1575; ὡς συντόμως εἰπεῖν, Plat. Tim. 25 e; συντομώτερον, Isocr. Paneg. 64 nach Bekker, vulg. συντομωτέρως. Auch ὡς ἐν συντόμῳ λεκτέον, S. Emp. pyrrh. 2, 236; ὡς ἐν συντόμοις εἰρήσθω, adv. phys. 2, 233; von der Zeit, sogleich, Soph. O. R. 810; Hachon bei Ath. VIII, 349 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1036.png Seite 1036]] [[zusammengeschnitten]], [[beschnitten]], [[abgekürzt]], [[kurz]]; [[μήτι]] μακεστῆρα μῦθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων, Aesch. Pers. 684, wie Soph. εἰπέ μοι μὴ [[μῆκος]], ἀλλὰ σύντομα, Ant. 442; μύθους συντομωτάτους κλύειν, Eur. Heracl. 784; Ar. Ran. 123; ἡ [[σύντομος]], ''[[sc.]]'' [[ὁδός]], der kurze Weg, Richtweg, Her. 5, 17; auch τὰ σύντομα τῆς ὁδοῦ, 1, 185. 4, 136; συντομώτατόν ἐστι, es ist der kürzeste Weg, 7, 121; συντομωτάτη [[διαπολέμησις]], Thuc. 7, 42; [[ὁδός]], Xen. Cyr. 1, 6, 21, wie Pol. u. a. Sp. – Adv. συντόμως, in Kurzem, bes. von der Rede, πεύσῃ τὰ πάντα συντόμως, Aesch. Eum. 393; λέξομεν, 555; ξυντομωτάτως μὲν ἂν τύχοιμι λέξας, Soph. O. C. 1575; ὡς συντόμως εἰπεῖν, Plat. Tim. 25 e; συντομώτερον, Isocr. Paneg. 64 nach Bekker, vulg. συντομωτέρως. Auch ὡς ἐν συντόμῳ λεκτέον, S. Emp. pyrrh. 2, 236; ὡς ἐν συντόμοις εἰρήσθω, adv. phys. 2, 233; von der Zeit, sogleich, Soph. O. R. 810; Hachon bei Ath. VIII, 349 a. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ος, ον :<br />[[raccourci]], ''court'' :<br /><b>1</b> <i>en parl. d'un chemin, d'un trajet</i> [[σύντομος]] [[ὁδός]] XÉN, ἡ [[σύντομος]] HDT, ἡ συντομωτάτη XÉN le chemin le plus court;<br /><b>2</b> <i>en parl. du langage, du style</i> συντομώτερος [[λόγος]] ISOCR discours plus concis;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> (guerre, <i>etc.</i>);<br /><i>Cp.</i> συντομώτερος, <i>Sp.</i> συντομώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[συντέμνω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύντομος -ον, Att. ook [[ξύντομος]] [συντέμνω] van tijd of ruimte kort:; ξυντομωτάτην διαπολέμησιν de kortste manier om de oorlog te beeïndigen Thuc. 7.42.5; adv. συντόμως in korte tijd, onmiddellijk:; σ. ἀποθανεῖν op slag dood zijn Plut. Brut. 52.8; van wegen, ook subst. ἡ σύντομος en ἡ συντομωτάτη kort(st)e weg, n. adv. (τὸ) συντομώτατον en τὰ συντομώτατα langs de kortste weg. van stijl beknopt:. σ. λέξις beknopte manier van spreken Aristot. Rh. 1414a25; εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ συντόμως vertel het me, niet uitgebreid maar beknopt Soph. Ant. 446; ὡς συντόμως εἰπεῖν om kort te gaan Plat. Tim. 25e. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''σύντομος:'''<br /><b class="num">1</b> [[краткий]], [[сокращенный]] ([[ὁδός]] Xen.): ἡ συντομωτάτη (''[[sc.]]'' [[ὁδός]]) Xen. кратчайший путь;<br /><b class="num">2</b> [[сжатый]], [[короткий]] ([[λόγος]] Isocr., Sext.);<br /><b class="num">3</b> [[быстрый]], [[стремительный]] ([[διαπολέμησις]] Thuc.). - см. тж. [[σύντομον]].<br /><b class="num">II</b> ἡ (''[[sc.]]'' [[ὁδός]]) (наиболее) [[короткий]] (кратчайший) [[путь]] Her. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[σύντομος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύντομος A<br /><b>1.</b> ο μικρής διάρκειας ή απόστασης, [[βραχύς]] (α. «[[σύντομος]] [[δρόμος]]» β. «σύντομο [[διάλειμμα]]» γ. «ἀλλ' ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βραχυλογικός]], [[λακωνικός]], [[συνοπτικός]] (α. «σύντομη [[έκθεση]]» β. «φανῶ... | |mltxt=-η, -ο / [[σύντομος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύντομος A<br /><b>1.</b> ο μικρής διάρκειας ή απόστασης, [[βραχύς]] (α. «[[σύντομος]] [[δρόμος]]» β. «σύντομο [[διάλειμμα]]» γ. «ἀλλ' ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βραχυλογικός]], [[λακωνικός]], [[συνοπτικός]] (α. «σύντομη [[έκθεση]]» β. «φανῶ... σημεῖα τῶνδε [[σύντομα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>σύντομον</i><br />με [[συντομία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ανάστημα]]) [[κοντός]]<br /><b>2.</b> [[ξαφνικός]], [[άμεσος]] («σύντομον... θάνατον», Ωριγ.)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[σύντομος]]<br />(ενν. [[ὁδός]]) [[σύντομος]] [[δρόμος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[συντομία]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐν συντόμῳ» <br />α) με [[λίγα]] [[λόγια]]<br />β) σε [[επιτομή]] <b>(Επιφάν.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συντόμως]] ΝΜΑ, και [[σύντομα]] Ν<br /><b>1.</b> εν [[συντομία]], με [[λίγα]] [[λόγια]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) σε μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[προσεχώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. [[ἀπότομος]], [[ἐπίτομος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύντομος:''' -ον ([[συντέμνω]]), Λατ. [[concisus]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει περικοπεί, συγκεκομμένος, συντετμημένος, [[βραχύς]], [[επίτομος]]· [[ιδίως]] λέγεται για δρόμο, [[σύντομος]] [[ἀτραπός]], συντομευμένο [[μονοπάτι]], σε Αριστοφ.· <i>συντομώτατον</i>, ο πιο [[σύντομος]] [[δρόμος]], σε Ηρόδ.· <i>τὰ ξυντομώτατα</i>, σε Θουκ.· ἡ [[σύντομος]] (ενν. [[ὁδός]]), σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[ομιλία]], βραχεία σε [[διάρκεια]], συνοπτική, περιληπτική, ολιγόλογη, ολιγόωρη, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για χρόνο, ξυντομωτάτην [[διαπολέμησις]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ. <i>-μως</i>, συνοπτικά, περιληπτικά, συντετμημένα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως επίσης, το ουδ. πληθ., <i>[[σύντομα]]</i>, σε Σοφ.· συγκρ. και υπερθ. <i>-ώτερον</i>, <i>-ώτατα</i>, σε Ισοκρ.· επίσης, <i>-ώτατος</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, [[ταχέως]], [[γρήγορα]], [[αμέσως]], στον ίδ., Ξεν. κ.λπ. | |lsmtext='''σύντομος:''' -ον ([[συντέμνω]]), Λατ. [[concisus]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει περικοπεί, συγκεκομμένος, συντετμημένος, [[βραχύς]], [[επίτομος]]· [[ιδίως]] λέγεται για δρόμο, [[σύντομος]] [[ἀτραπός]], συντομευμένο [[μονοπάτι]], σε Αριστοφ.· <i>συντομώτατον</i>, ο πιο [[σύντομος]] [[δρόμος]], σε Ηρόδ.· <i>τὰ ξυντομώτατα</i>, σε Θουκ.· ἡ [[σύντομος]] (ενν. [[ὁδός]]), σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[ομιλία]], βραχεία σε [[διάρκεια]], συνοπτική, περιληπτική, ολιγόλογη, ολιγόωρη, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για χρόνο, ξυντομωτάτην [[διαπολέμησις]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ. <i>-μως</i>, συνοπτικά, περιληπτικά, συντετμημένα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως επίσης, το ουδ. πληθ., <i>[[σύντομα]]</i>, σε Σοφ.· συγκρ. και υπερθ. <i>-ώτερον</i>, <i>-ώτατα</i>, σε Ισοκρ.· επίσης, <i>-ώτατος</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, [[ταχέως]], [[γρήγορα]], [[αμέσως]], στον ίδ., Ξεν. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σύντομος''': -ον, ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατιν. concisus, ὡς καὶ νῦν, συντετμημένος, [[βραχύς]], κοινῶς [[κοντός]], [[μάλιστα]] ἐπὶ ὁδοῦ, ἀτραπὸς ξύντομος, σύντομον «μονοπάτι», Ἀριστοφ. Βάτρ. 123· ἡ [[κατάβασις]] συντομωτέρη Ἡρόδ. 7. 223· τὰ σύντομα τῆς ὁδοῦ ὁ αὐτ. 1. 185., 4. 136· συντομώτατον ὁ αὐτ. 2. 158., 4. 183· τὰ ξυντομώτατα Θουκ. 2. 97· ἡ [[σύντομος]] (ἐξυπακουομ. ὁδὸς) Ἡρόδ. 5. 17, Ξεν., κλπ.· ἡ συντομωτάτη ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 5, 21, πρβλ. [[συντέμνω]] ΙΙ, ΙΙΙ. 2) ἐπὶ ὁμιλίας, λόγου, κτλ., [[σύντομος]], [[βραχύς]], [[ὀλίγος]], [[μῦθος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 698. Εὐρ., κλπ.· συντομώτερος ὁ [[λόγος]] Ἰσοκρ. 32C· σ. [[λέξις]] Ἀριστ. Ρητορ. 3. 12. 6· ἐπεισόδιον ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 17, 9· σ. [[ἀνάμνησις]], [[σύντομος]] [[περίληψις]], ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 21, 1· φανῶ… σημεῖα τῶνδε σ. Σοφ. Ο. Τ. 710· τὸ σύντομον, [[συντομία]], Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχ. Κρίσις 3. 1. 3) ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, ξυντομωτάτη [[διαπολέμησις]] Θουκ. 7. 42· σ. [[ἐμβολή]], [[παρουσία]] Πολύβ. 3. 78, 6, κτλ. 4) ἐπὶ ἀναστήματος, [[βραχύς]], «[[κοντός]]», Καλλ. Ἐπιγράμμ. 12. ΙΙ. Ἐπίρρ. συντόμως, ἐν συντομίᾳ, βραχέως, διὰ βραχέων, σ. φημίζειν, λέγειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 629, Εὐμ. 585, Σοφ., κλπ.· πεύσει τὰ πάντα σ. ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 415· ὡς σ. εἰπεῖν Πλάτ. Τίμ. 25Ε· ― [[οὕτως]] οὐδέτ. πληθ., σὺ δ’ εἰπέ μοι μὴ [[μῆκος]], ἀλλὰ σύντομα Σοφ. Ἀντ. 446. ― Συγκρ. -ώτερον, Ἰσοκρ. 53D, κτλ. ― Ὑπερθ. -ώτατα ὁ αὐτ. 214Α· συντομώτατόν γ’ εἰπεῖν Ἄλεξις ἐν «Φαίδρῳ» 1. 4· ― ἀλλ’ εὑρίσκομεν καὶ -ωτέρως, Ἰσαῖ. 83. 11· -ωτάτως, Σοφ. Ο. Κ. 159. 2) ἐπὶ χρόνου, ἐν βραχεῖ, [[ταχέως]], ἀμέσως, ἀπολλύναι Ἱππ. Ἀφορ. 1247· οὕτω καὶ Σοφ. ἐν Ο. Τ. 810, Ξεν., κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σύντομος]], ον, [[συντέμνω]]<br /><b class="num">I.</b> Lat. [[concisus]], cut [[short]], [[abridged]], shortened, | |mdlsjtxt=[[σύντομος]], ον, [[συντέμνω]]<br /><b class="num">I.</b> Lat. [[concisus]], cut [[short]], [[abridged]], shortened, especially of a [[road]], ς. [[ἀτραπός]] a [[short]] cut, Ar.; συντομώτατον the shortest cut, Hdt.; τὰ ξυντομώτατα Thuc.; ἡ [[σύντομος]] (sub. ὁδόσ) Hdt.<br /><b class="num">2.</b> of [[language]], [[concise]], [[brief]], [[curt]], [[short]], Aesch., Eur., etc.<br /><b class="num">3.</b> of [[time]], ξυντομωτάτη [[διαπολέμησις]] Thuc.<br /><b class="num">II.</b> adv. -μως, [[concisely]], [[shortly]], [[briefly]], Aesch., etc.:—so also neut. pl. σύντομα Soph.: comp. and Sup. -ώτερον, -ώτατα, Isocr.; also -ωτάτως, Soph.<br /><b class="num">2.</b> of [[time]], [[shortly]], [[immediately]], Soph., Xen., etc. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[abridged]], [[concise]], [[cut short]], [[short as a near way]], [[shortened]] | |woodrun=[[abridged]], [[concise]], [[cut short]], [[short as a near way]], [[shortened]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό συντεμεῖν τοῦ [[συντέμνω]] → σύν + [[τέμνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[concise]]=== | |||
Afrikaans: beknopt; Arabic: وَجِيز, مُوجَز; Armenian: սեղմ; Azerbaijani: yığcam, müxtəsər; Belarusian: кароткі, сці́слы, лакані́чны; Bulgarian: кратък, стегнат; Catalan: concís; Chinese Mandarin: 簡明/简明; Czech: stručný; Danish: koncis; Dutch: [[beknopt]], [[bondig]]; Esperanto: konciza; Finnish: ytimekäs, lyhytsanainen; French: [[concis]]; Galician: conciso; Georgian: მოკლე, შემოკლებული; German: [[kurz]], [[prägnant]], [[knapp]], [[konzis]], [[bündig]], [[gedrängt]]; Greek: [[σύντομος]], [[περιεκτικός]], [[συνοπτικός]], [[λακωνικός]]; Ancient Greek: [[ἀπότομος]], [[βραχυλόγος]], [[βραχύλογος]], [[βραχυρρήμων]], [[ξύντομος]], [[συνηγμένος]], [[ξύντομος]], [[σύντομος]]; Hebrew: תַמצִיתִי; Hindi: संक्षिप्त; Hungarian: tömör, velős; Irish: achomair; Italian: [[conciso]]; Japanese: 簡潔な, 手短な; Latin: [[succinctus]], [[astrictus]]; Macedonian: краток, збиен, стегнат, лаконски; Mongolian: авсар; Norwegian: konsis; Persian: مختصر; Polish: zwięzły, lakoniczny; Portuguese: [[conciso]], [[sucinto]]; Russian: [[краткий]], [[лаконичный]]; Scottish Gaelic: pongail; Serbo-Croatian: sažet; Spanish: [[conciso]], [[breve]], [[sucinto]], [[escueto]]; Swedish: koncis, kortfattad; Thai: กระชับ; Tibetan: བསྡུས་པ, ཚིག་ཉུང་དོན་བསྡུས་པ, ཚིག་ཉུང་དོན་ཚང, རྡོག་རྩ་བསྒྲིལ་བའི; Turkish: mucez, özlü; Ukrainian: короткий, стислий, лаконі́чний | |||
}} | }} |