Anonymous

Περσίς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> (ως <i>επίθ</i>.) περσική (α. «Περσὶς δὲ χώρη», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τῆς Περσίδος γλώσσης», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) η [[Περσίδα]], η [[κάτοικος]] της Περσίας, αυτή που κατάγεται από την Περσία<br />β) η Περσία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> περσικό [[ένδυμα]], [[ιμάτιο]] («οἱ μὲν καλοῡσι Περσίδ' οἱ δὲ καννάκην», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Πέρσης]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>].
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> (ως <i>επίθ</i>.) περσική (α. «Περσὶς δὲ χώρη», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τῆς Περσίδος γλώσσης», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) η [[Περσίδα]], η [[κάτοικος]] της Περσίας, αυτή που κατάγεται από την Περσία<br />β) η Περσία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> περσικό [[ένδυμα]], [[ιμάτιο]] («οἱ μὲν καλοῡσι Περσίδ' οἱ δὲ καννάκην», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Πέρσης]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm