Anonymous

άλοξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄλοξ]] (-οκος), η (Α) ([[ομηρικός]] [[τύπος]] σε [[αιτιατική]] ενικού που απαντά και σε πληθυντικό [[ὦλκα]], <i>ὦλκας</i> από άχρηστη ονομαστική <i>ὦλξ</i>)<br /><b>1.</b> το [[αυλάκι]] που σχηματίζει το [[αλέτρι]]<br /><b>2.</b> [[τραύμα]] που προκαλείται από [[νυχιά]], γρατζούνισμα<br /><b>3.</b> το [[αυλάκι]] που σχηματίζει στη [[θάλασσα]] το [[πλοίο]] που ταξιδεύει<br /><b>4.</b> (στην ποιητ. [[γλώσσα]]) η συζυγική [[κλίνη]] που εννοείται μτφ. ως [[αγρός]] του ανθρώπινου είδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Παράλληλος τ. της λ. [[αὖλαξ]] που μαρτυρείται στους τραγικούς και στον Αριστοφάνη. Συνήθως ο τ. ερμηνεύεται ως [[προϊόν]] μεταθέσεως από τη [[ρίζα]] <i>ἀολκ</i>- που απαντά στον ομηρ. τ. αιτ. [[ὦλκα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>-<i>Fολκα</i>) «[[αύλακα]]» — <b>βλ.</b> και λ. [[αὖλαξ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλοκίζω]].
|mltxt=[[ἄλοξ]] (-οκος), η (Α) ([[ομηρικός]] [[τύπος]] σε [[αιτιατική]] ενικού που απαντά και σε πληθυντικό [[ὦλκα]], <i>ὦλκας</i> από άχρηστη ονομαστική <i>ὦλξ</i>)<br /><b>1.</b> το [[αυλάκι]] που σχηματίζει το [[αλέτρι]]<br /><b>2.</b> [[τραύμα]] που προκαλείται από [[νυχιά]], γρατζούνισμα<br /><b>3.</b> το [[αυλάκι]] που σχηματίζει στη [[θάλασσα]] το [[πλοίο]] που ταξιδεύει<br /><b>4.</b> (στην ποιητ. [[γλώσσα]]) η συζυγική [[κλίνη]] που εννοείται μτφ. ως [[αγρός]] του ανθρώπινου είδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Παράλληλος τ. της λ. [[αὖλαξ]] που μαρτυρείται στους τραγικούς και στον Αριστοφάνη. Συνήθως ο τ. ερμηνεύεται ως [[προϊόν]] μεταθέσεως από τη [[ρίζα]] <i>ἀολκ</i>- που απαντά στον ομηρ. τ. αιτ. [[ὦλκα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>-<i>Fολκα</i>) «[[αύλακα]]» — <b>βλ.</b> και λ. [[αὖλαξ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλοκίζω]].
}}
}}