3,277,242
edits
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἄλειμμα]])<br />[[κάθε]] υλικό που χρησιμοποιείται για [[επάλειψη]], η [[αλοιφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πράξη]] του [[αλείφω]], [[επάλειψη]], [[επίχριση]]<br /><b>2.</b> το ζωικό ή φυτικό [[λίπος]] που χρησιμοποιείται στη [[μαγειρική]] ως [[αναπλήρωμα]] του βουτύρου, [[πάχος]], [[ξίγγι]]<br /><b>3.</b> το [[χοιρινό]] [[λίπος]] που τοποθετείται σε δοχεία [[μαζί]] με κομμάτια κρέατος, για να διατηρηθεί και να χρησιμοποιηθεί τους επόμενους μήνες<br /><b>4.</b> [[φυσική]] ή βιομηχανική λιπαρή [[ουσία]], που χρησιμοποιείται στην [[επάλειψη]] τροχών, αξόνων, εμβόλων, πυροβόλων όπλων κ.λπ. για [[ελάττωση]] της τριβής και [[συντήρηση]]<br /><b>5.</b> αθέμιτη [[εξαγορά]] υπηρεσιών, [[δωροδοκία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αρωματικό [[λάδι]]<br /><b>2.</b> η [[περίοδος]] του χρίσματος, τελετουργική [[εκδήλωση]] τών Ισραηλιτών.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το (Α [[ἄλειμμα]])<br />[[κάθε]] υλικό που χρησιμοποιείται για [[επάλειψη]], η [[αλοιφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πράξη]] του [[αλείφω]], [[επάλειψη]], [[επίχριση]]<br /><b>2.</b> το ζωικό ή φυτικό [[λίπος]] που χρησιμοποιείται στη [[μαγειρική]] ως [[αναπλήρωμα]] του βουτύρου, [[πάχος]], [[ξίγγι]]<br /><b>3.</b> το [[χοιρινό]] [[λίπος]] που τοποθετείται σε δοχεία [[μαζί]] με κομμάτια κρέατος, για να διατηρηθεί και να χρησιμοποιηθεί τους επόμενους μήνες<br /><b>4.</b> [[φυσική]] ή βιομηχανική λιπαρή [[ουσία]], που χρησιμοποιείται στην [[επάλειψη]] τροχών, αξόνων, εμβόλων, πυροβόλων όπλων κ.λπ. για [[ελάττωση]] της τριβής και [[συντήρηση]]<br /><b>5.</b> αθέμιτη [[εξαγορά]] υπηρεσιών, [[δωροδοκία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αρωματικό [[λάδι]]<br /><b>2.</b> η [[περίοδος]] του χρίσματος, τελετουργική [[εκδήλωση]] τών Ισραηλιτών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλείφω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλειμματώδης]], <b>αρχ.</b> [[ἀλειμμάτιον]], <b>νεοελλ.</b> [[αλειμματάς]], [[αλειμματένιος]], [[αλειμματερός]]. [[αλειμματιά]], [[αλειμματιάρης]], [[αλειμματώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλειμματοδοχείο]], [[αλειμματοδόχη]], [[αλειμματοθέτης]], [[αλειμματοκέρι]]]. | ||
}} | }} |