3,253,642
edits
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἄμπελος]])<br />[[ονομασία]] [[φυτών]] της οικογένειας τών Αμπελιδιδών <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[κλήμα]] που παράγει σταφύλια, το [[αμπελόκλημα]]<br /><b>2.</b> [[συστάδα]] από κλήματα, [[αμπέλι]], [[αμπελώνας]]<br /><b>3.</b> γλυπτό ή ζωγραφικό [[κόσμημα]] στον ναό, που εικονίζει σταφυλοφόρο [[κλήμα]]<br /><b>4.</b> (στην εκκλησιαστική [[γλώσσα]]) το [[σύνολο]] τών χριστιανών<br /><b>αρχ.</b><br />επικρατεί η πρώτη [[σημασία]], μεταγενέστερα προστέθηκε η δεύτερη<br />φρ. «ἀμπέλου [[δρόσος]]» το [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (Α [[ἄμπελος]])<br />[[ονομασία]] [[φυτών]] της οικογένειας τών Αμπελιδιδών <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[κλήμα]] που παράγει σταφύλια, το [[αμπελόκλημα]]<br /><b>2.</b> [[συστάδα]] από κλήματα, [[αμπέλι]], [[αμπελώνας]]<br /><b>3.</b> γλυπτό ή ζωγραφικό [[κόσμημα]] στον ναό, που εικονίζει σταφυλοφόρο [[κλήμα]]<br /><b>4.</b> (στην εκκλησιαστική [[γλώσσα]]) το [[σύνολο]] τών χριστιανών<br /><b>αρχ.</b><br />επικρατεί η πρώτη [[σημασία]], μεταγενέστερα προστέθηκε η δεύτερη<br />φρ. «ἀμπέλου [[δρόσος]]» το [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. για σημασιολογικούς λόγους ανήκει πιθ. σε μεσογειακό προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμπελουργός]], [[αμπελών]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμπελικός]], [[ἀμπέλινος]], [[ἀμπέλιον]], [[ἀμπελίς]], <i>ἀμπελίτικος</i>, [[ἀμπελῖτις]], [[ἀμπελόεις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αμπελιανός</i>, [[αμπελίτης]], <i>αμπελοειδή</i>, <i>αμπέλοψις</i>, [[αμπελώνας]]<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Ως α' συνθ. <i>αμπελοφύλαξ</i>, [[αμπελόφυλλο]](<i>ν</i>), [[αμπελόφυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμπελάνθη]], [[ἀμπελογενής]], [[ἀμπελομιξία]], [[ἀμπελοτόμος]], [[ἀμπελοτρόφος]], [[ἀμπελοφάγος]], [[ἀμπελοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀμπελεργάτης]], [[ἀμπελοκομία]], [[ἀμπελοκλαδής]], <i>ἀμπελότοπος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμπελόβιος]], [[αμπελογνωσία]], [[αμπελογνώστης]], [[αμπελογραφία]], <i>αμπελοδάφνη</i>, <i>αμπελοθεραπεία</i>, [[αμπελοκαλλιέργεια]], <i>αμπελόκισσος</i>, [[αμπελοκτηματίας]], [[αμπελοκτήμονας]], [[αμπελόμορφος]], [[αμπελοποιία]], <i>αμπελοσίκυος</i>, <i>αμπελοφθόρος</i>, [[αμπελοφυτεία]]. Ως β' συνθ. [[ευάμπελος]], [[κατάμπελος]], [[μισάμπελος]], [[ολιγάμπελος]], [[ορθάμπελος]], [[πολυάμπελος]], [[υπάμπελος]], [[φιλάμπελος]], [[χερσάμπελος]]]. | ||
}} | }} |