Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άπεπτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(5)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπεπτος]], -ον)<br />(για [[τροφή]]) αυτός που δεν έχει υποστεί την κατάλληλη [[επεξεργασία]] [[μέσα]] στο πεπτικό [[σύστημα]], [[αχώνευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για περιττώματα ή [[ούρα]]) αυτός που δεν έχει πάθει την αναγκαία [[φυσική]] [[αλλοίωση]], μή [[φυσιολογικός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που υποφέρει από [[δυσπεψία]]<br /><b>3.</b> (για τόπους) αυτός στον οποίο οι καρποί ωριμάζουν με [[δυσκολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[πέσσω]], <b>αττ.</b> [[πέττω]] «[[μαλακώνω]], [[μαγειρεύω]], [[χωνεύω]]»].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπεπτος]], -ον)<br />(για [[τροφή]]) αυτός που δεν έχει υποστεί την κατάλληλη [[επεξεργασία]] [[μέσα]] στο πεπτικό [[σύστημα]], [[αχώνευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για περιττώματα ή [[ούρα]]) αυτός που δεν έχει πάθει την αναγκαία [[φυσική]] [[αλλοίωση]], μή [[φυσιολογικός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που υποφέρει από [[δυσπεψία]]<br /><b>3.</b> (για τόπους) αυτός στον οποίο οι καρποί ωριμάζουν με [[δυσκολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[πέσσω]], <b>αττ.</b> [[πέττω]] «[[μαλακώνω]], [[μαγειρεύω]], [[χωνεύω]]»].
}}
}}