Anonymous

άχθομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(7)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄχθομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> έχω [[επάνω]] μου [[βάρος]], [[είμαι]] φορτωμένος<br /><b>2.</b> στενοχωριέμαι, [[υποφέρω]]<br /><b>3.</b> [[αγανακτώ]], οργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[άχθομαι]] και [[άχθος]], η [[μεταξύ]] των οποίων [[σχέση]] [[είναι]] [[ασαφής]], αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε «[[βάρος]], [[φορτίο]]», [[υστερογενώς]] δε σήμαινε «[[λύπη]], [[οδύνη]]». Η πρωταρχική [[σημασία]] των λέξεων οδηγεί σε συσχετισμό με το ρ. <i>άγω</i> (με τη [[σημασία]] «[[μεταφέρω]] ως [[φορτίο]]», απ' όπου υποστηρίζεται ότι προέκυψαν οι σχετικές με το [[βάρος]], [[φορτίο]] σημασίες των λέξεων), ενώ η [[προσέγγιση]] με το ρ. [[οχθώ]] («λυπούμαι πολύ, [[δοκιμάζω]] [[ψυχικό]] [[βάρος]]») δεν φαίνεται αποδεκτή για λόγους φωνητικούς και σημασιολογικούς. Τέλος, η [[υστερογενής]], πιθ. παρετυμολογική, [[σύνδεση]] με τα φωνητικά όμοια [[άχομαι]], [[άχνυμαι]] (λέξεις που εκφράζουν αποκλειστικά [[λύπη]], [[στενοχώρια]]) συνετέλεσε στη σημασιολογική [[εξέλιξη]] των [[άχθομαι]], [[άχθος]] στη σημ. «της στενοχώριας, της οδύνης, της ψυχικής πιέσεως».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[επάχθομαι]], [[συνάχθομαι]], [[υπεράχθομαι]]].
|mltxt=[[ἄχθομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> έχω [[επάνω]] μου [[βάρος]], [[είμαι]] φορτωμένος<br /><b>2.</b> στενοχωριέμαι, [[υποφέρω]]<br /><b>3.</b> [[αγανακτώ]], οργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Τα [[άχθομαι]] και [[άχθος]], η [[μεταξύ]] των οποίων [[σχέση]] [[είναι]] [[ασαφής]], αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε «[[βάρος]], [[φορτίο]]», [[υστερογενώς]] δε σήμαινε «[[λύπη]], [[οδύνη]]». Η πρωταρχική [[σημασία]] των λέξεων οδηγεί σε συσχετισμό με το ρ. <i>άγω</i> (με τη [[σημασία]] «[[μεταφέρω]] ως [[φορτίο]]», απ' όπου υποστηρίζεται ότι προέκυψαν οι σχετικές με το [[βάρος]], [[φορτίο]] σημασίες των λέξεων), ενώ η [[προσέγγιση]] με το ρ. [[οχθώ]] («λυπούμαι πολύ, [[δοκιμάζω]] [[ψυχικό]] [[βάρος]]») δεν φαίνεται αποδεκτή για λόγους φωνητικούς και σημασιολογικούς. Τέλος, η [[υστερογενής]], πιθ. παρετυμολογική, [[σύνδεση]] με τα φωνητικά όμοια [[άχομαι]], [[άχνυμαι]] (λέξεις που εκφράζουν αποκλειστικά [[λύπη]], [[στενοχώρια]]) συνετέλεσε στη σημασιολογική [[εξέλιξη]] των [[άχθομαι]], [[άχθος]] στη σημ. «της στενοχώριας, της οδύνης, της ψυχικής πιέσεως».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[επάχθομαι]], [[συνάχθομαι]], [[υπεράχθομαι]]].
}}
}}