Anonymous

έχμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(15)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ (Α [[ἔχμα]])<br />[[καθετί]] που συγκρατεί [[κάτι]], το [[στήριγμα]], το [[έρεισμα]] («ἔχματα πύργων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σιδερένιο [[τεμάχιο]] με κεκαμμένα και τα δύο αιχμηρά [[άκρα]] που χρησιμοποιείται [[κυρίως]] στους ξύλινους σκελετούς τών οικοδομών, για να συνδέσει δύο δοκούς<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> μικρό [[τεμάχιο]] από ισχυρό [[σχοινί]] με το οποίο συγκρατείται [[κάτι]] στο [[κατάστρωμα]] του πλοίου, κν. [[μπότσος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που συγκρατεί [[κάτι]] [[στερεά]] ή [[πίσω]], το [[κώλυμα]], το [[εμπόδιο]] («χερσὶ μάκελλαν ἔχων ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που χρησιμεύει για [[υπεράσπιση]], [[οχύρωση]], [[άμυνα]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔχματα πέτρης» — τα στηρίγματα του βράχου<br />β) «ἔχματα [[νηῶν]]» — τα δοκάρια με τα οποία κρατιόταν όρθιο το [[πλοίο]] όταν ανασυρόταν στην [[ξηρά]]<br />γ) «ἔχματα γαίης» — τα προσκολλημένα στις ρίζες του δέντρου χώματα που το συγκρατούν [[στερεά]] στη γη<br />δ) (για τους μυς του σώματος) «ἔχματα γούνων» — τα στηρίγματα τών γονάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>έχ</i>-<i>μα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>].
|mltxt=τὸ (Α [[ἔχμα]])<br />[[καθετί]] που συγκρατεί [[κάτι]], το [[στήριγμα]], το [[έρεισμα]] («ἔχματα πύργων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σιδερένιο [[τεμάχιο]] με κεκαμμένα και τα δύο αιχμηρά [[άκρα]] που χρησιμοποιείται [[κυρίως]] στους ξύλινους σκελετούς τών οικοδομών, για να συνδέσει δύο δοκούς<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> μικρό [[τεμάχιο]] από ισχυρό [[σχοινί]] με το οποίο συγκρατείται [[κάτι]] στο [[κατάστρωμα]] του πλοίου, κν. [[μπότσος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που συγκρατεί [[κάτι]] [[στερεά]] ή [[πίσω]], το [[κώλυμα]], το [[εμπόδιο]] («χερσὶ μάκελλαν ἔχων ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που χρησιμεύει για [[υπεράσπιση]], [[οχύρωση]], [[άμυνα]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔχματα πέτρης» — τα στηρίγματα του βράχου<br />β) «ἔχματα [[νηῶν]]» — τα δοκάρια με τα οποία κρατιόταν όρθιο το [[πλοίο]] όταν ανασυρόταν στην [[ξηρά]]<br />γ) «ἔχματα γαίης» — τα προσκολλημένα στις ρίζες του δέντρου χώματα που το συγκρατούν [[στερεά]] στη γη<br />δ) (για τους μυς του σώματος) «ἔχματα γούνων» — τα στηρίγματα τών γονάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <i>έχ</i>-<i>μα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>].
}}
}}