3,277,119
edits
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[ἧλος]]<br />Α και δωρ. τ. [[άλος]])<br /><b>1.</b> μακρόστενο κυλινδρικό [[κομμάτι]] [[συνήθως]] από σκληρό [[μέταλλο]], του οποίου η μια [[άκρη]] καταλήγει σε [[αιχμή]] ενώ η [[άλλη]] [[είναι]] διαμορφωμένη σε [[σχήμα]] ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη [[στερεά]] [[σύνδεση]] μεταλλικών ή ξύλινων κομματιών ή εξαρτημάτων, το [[καρφί]]<br /><b>2.</b> οποιοδήποτε διακοσμητικό [[στοιχείο]] που μοιάζει με [[καρφί]] ή με [[κεφάλι]] καρφιού («καρφιά μαλαματένια», «[[σκῆπτρον]] χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον»)<br /><b>3.</b> [[κάλος]], [[ρόζος]] στα χέρια ή στα πόδια του ανθρώπου<br /><b>4.</b> αδενώδες [[εξόγκωμα]] σε βλαστούς ή κλάδους [[φυτών]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[τύπος]] τῶν ἥλων» — το [[αποτύπωμα]] από τα καρφιά, η απτή [[απόδειξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ήλος]] [[υστερικός]]» — έντονο [[άλγος]] εντοπισμένο σε ορισμένο [[σημείο]] του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[πηγή]] της οργής<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἥλω ἐκκρούειν τὸν ἧλον» — να χτυπάς, να προσπαθείς να βγάλεις το [[καρφί]] με [[άλλο]] [[καρφί]], να χρησιμοποιείς και συ τα [[ίδια]] σκληρά [[μέσα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[ἧλος]]<br />Α και δωρ. τ. [[άλος]])<br /><b>1.</b> μακρόστενο κυλινδρικό [[κομμάτι]] [[συνήθως]] από σκληρό [[μέταλλο]], του οποίου η μια [[άκρη]] καταλήγει σε [[αιχμή]] ενώ η [[άλλη]] [[είναι]] διαμορφωμένη σε [[σχήμα]] ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη [[στερεά]] [[σύνδεση]] μεταλλικών ή ξύλινων κομματιών ή εξαρτημάτων, το [[καρφί]]<br /><b>2.</b> οποιοδήποτε διακοσμητικό [[στοιχείο]] που μοιάζει με [[καρφί]] ή με [[κεφάλι]] καρφιού («καρφιά μαλαματένια», «[[σκῆπτρον]] χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον»)<br /><b>3.</b> [[κάλος]], [[ρόζος]] στα χέρια ή στα πόδια του ανθρώπου<br /><b>4.</b> αδενώδες [[εξόγκωμα]] σε βλαστούς ή κλάδους [[φυτών]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[τύπος]] τῶν ἥλων» — το [[αποτύπωμα]] από τα καρφιά, η απτή [[απόδειξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ήλος]] [[υστερικός]]» — έντονο [[άλγος]] εντοπισμένο σε ορισμένο [[σημείο]] του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[πηγή]] της οργής<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἥλω ἐκκρούειν τὸν ἧλον» — να χτυπάς, να προσπαθείς να βγάλεις το [[καρφί]] με [[άλλο]] [[καρφί]], να χρησιμοποιείς και συ τα [[ίδια]] σκληρά [[μέσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Αμφισβητείται η ύπαρξη αρχικού <i>F</i>. Η [[απουσία]] συναιρέσεως στον ομηρ. τ. [[αργυρόηλος]] οφείλεται [[είτε]] στο <i>F</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αργυρό</i>-<i>Fηλος</i>) [[είτε]] σε μετρικούς λόγους. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>Fαλ</i>-<i>νος</i> ή <i>Fαλ</i>-<i>σος</i> και συνδέεται με τα λατ. <i>vallus</i> «[[πάσσαλος]]» και <i>vallum</i> «[[χαράκωμα]] (από πασσάλους)».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ηλάριον]], [[ηλίτης]], <i>ηλώ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ηλοειδής]], [[ηλοπαγής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηλόκεντρον]], [[ηλοκοπικός]], <i>ηλοκόπον</i>, [[ηλοκόπος]]. [[ηλοκοπώ]], [[ηλοποιός]], [[ηλότυπος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ηλόπληκτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ηλουργικός]], [[ηλουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ηλοθήκη]], [[ηλόνυξη]], [[ηλοπάτημα]], <i>ηλόταρσος</i>, <i>ηλοφόρος</i>. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αργυρόηλος]], [[μακρόηλος]], [[χρυσόηλος]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἦλος]], ὁ (Α)<br />[[άγονος]] [[τόπος]]. | ||
}} | }} |