Anonymous

έξοχος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(12)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξοχος]], -ον)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που υπερέχει, [[υπέροχος]], διακεκριμένος («[[έξοχος]] [[συγγραφέας]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[εξαίρετος]], άριστης ποιότητας («έξοχη [[παράσταση]]»)<br /><b>3.</b> (υπερθετικό) [[τιμητικός]] [[τίτλος]] επίσημων προσώπων («εξοχότατε κύριε πρόεδρε»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προεξέχει («πρῶνες ἔξοχοι», <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[έξοχα]] (AM ἐξόχως και ἔξοδα)<br />α) [[λαμπρά]], πολύ καλά<br />β) (AM) εξαιρετικά, κατ' εξαίρεσιν, ξεχωριστά<br />γ) (Α) περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον («ἐμέ δ' [[ἔξοχα]] πάντων ζήτει»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράγωγο του ρ. <i>εξ</i>-<i>έχω</i> με την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>οχ</i>-) του ρ. <i>έχω</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξοχος]], -ον)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που υπερέχει, [[υπέροχος]], διακεκριμένος («[[έξοχος]] [[συγγραφέας]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[εξαίρετος]], άριστης ποιότητας («έξοχη [[παράσταση]]»)<br /><b>3.</b> (υπερθετικό) [[τιμητικός]] [[τίτλος]] επίσημων προσώπων («εξοχότατε κύριε πρόεδρε»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προεξέχει («πρῶνες ἔξοχοι», <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[έξοχα]] (AM ἐξόχως και ἔξοδα)<br />α) [[λαμπρά]], πολύ καλά<br />β) (AM) εξαιρετικά, κατ' εξαίρεσιν, ξεχωριστά<br />γ) (Α) περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον («ἐμέ δ' [[ἔξοχα]] πάντων ζήτει»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Παράγωγο του ρ. <i>εξ</i>-<i>έχω</i> με την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>οχ</i>-) του ρ. <i>έχω</i>].
}}
}}