3,277,119
edits
(16) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἥσυχος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ήρεμος]], [[γαλήνιος]], [[αδιατάρακτος]] («ήσυχη [[θάλασσα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί [[ησυχία]], [[αθόρυβος]] («ήσυχη [[κάμαρα]]»)<br /><b>3.</b> απαλλαγμένος από φροντίδες, [[αμέριμνος]], [[απερίσπαστος]], [[ξένοιαστος]] (α. «[[ήσυχα]] [[γεράματα]]» β. «μείνε [[ήσυχος]]»)<br /><b>4.</b> [[πράος]], [[μαλακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπάκουος]], υποταγμένος<br /><b>2.</b> [[λογικός]] («διά [[πλέον]] καλύτερο και ήσυχο, ότι να τους ειπούν την [[αλήθεια]]», Σουμμ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν αναλαμβάνει κάποιο [[έργο]], [[αδρανής]] ([[ἥσυχος]] δορί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσεκτικός]], με [[περίσκεψη]]<br /><b>3.</b> (για [[φωνή]] ή ήχο) [[χαμηλός]], μη [[έντονος]]<br /><b>4.</b> υπονοούμενος<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἥσυχον</i> και δωρ. <i>ἅσυχον</i> και πληθ. <i>ἅσυχα</i><br />[[ήσυχα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ησύχως</i> και [[ήσυχα]] (AM ἡσύχως και [[ἥσυχα]], Α δωρ. τ. ἅσυχα)<br /><b>1.</b> με ήσυχο τρόπο, αθόρυβα, ήρεμα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με [[ακινησία]], με [[σιωπή]], σιωπηλά («καθήστε [[ήσυχα]]»)<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] υπερβολικό θόρυβο («παίζετε [[ήσυχα]]»)<br /><b>3.</b> με ψυχική [[ηρεμία]], με [[γαλήνη]] («σκέφθηκε [[ήσυχα]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> περιορισμένα, αθόρυβα («ἅσυχα κοχλάζοντος αἰγιαλοῑο», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> με [[προσοχή]], με [[περίσκεψη]] («πορεύεσθαι ἐκέλευσεν ἡσύχως», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἥσυχος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ήρεμος]], [[γαλήνιος]], [[αδιατάρακτος]] («ήσυχη [[θάλασσα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί [[ησυχία]], [[αθόρυβος]] («ήσυχη [[κάμαρα]]»)<br /><b>3.</b> απαλλαγμένος από φροντίδες, [[αμέριμνος]], [[απερίσπαστος]], [[ξένοιαστος]] (α. «[[ήσυχα]] [[γεράματα]]» β. «μείνε [[ήσυχος]]»)<br /><b>4.</b> [[πράος]], [[μαλακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπάκουος]], υποταγμένος<br /><b>2.</b> [[λογικός]] («διά [[πλέον]] καλύτερο και ήσυχο, ότι να τους ειπούν την [[αλήθεια]]», Σουμμ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν αναλαμβάνει κάποιο [[έργο]], [[αδρανής]] ([[ἥσυχος]] δορί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσεκτικός]], με [[περίσκεψη]]<br /><b>3.</b> (για [[φωνή]] ή ήχο) [[χαμηλός]], μη [[έντονος]]<br /><b>4.</b> υπονοούμενος<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἥσυχον</i> και δωρ. <i>ἅσυχον</i> και πληθ. <i>ἅσυχα</i><br />[[ήσυχα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ησύχως</i> και [[ήσυχα]] (AM ἡσύχως και [[ἥσυχα]], Α δωρ. τ. ἅσυχα)<br /><b>1.</b> με ήσυχο τρόπο, αθόρυβα, ήρεμα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με [[ακινησία]], με [[σιωπή]], σιωπηλά («καθήστε [[ήσυχα]]»)<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] υπερβολικό θόρυβο («παίζετε [[ήσυχα]]»)<br /><b>3.</b> με ψυχική [[ηρεμία]], με [[γαλήνη]] («σκέφθηκε [[ήσυχα]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> περιορισμένα, αθόρυβα («ἅσυχα κοχλάζοντος αἰγιαλοῑο», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> με [[προσοχή]], με [[περίσκεψη]] («πορεύεσθαι ἐκέλευσεν ἡσύχως», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι τ. με <i>ᾱ</i> μακρό οφείλονται σε υπερδωρισμό.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ησυχάζω]], [[ησυχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ησυχαίος]], <i>ησυχῄ</i>, [[ησυχίδας]], [[ησυχικός]], [[ησυχούμαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.</b> [[ησυχοποιός]]. (Β συνθετικό) [[ανήσυχος]]<br />[[φιλήσυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολυήσυχος]]. | ||
}} | }} |