Anonymous

ίαμβος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(17)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἴαμβος]])<br />[[ποίημα]] που αποτελείται από ιάμβους, που έχει σκωπτικό και υβριστικό χαρακτήρα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από δύο συλλαβές, μία άτονη και μία τονιζόμενη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά (υ-) («εἰς βραχύ τε καὶ μακρὸν γιγνόμενον, καί,... ἴαμβον... ὠνόμαζε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ιαμβικός]] [[στίχος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που σατιρίζεται<br /><b>4.</b> [[είδος]] αυτοσχέδιων δραματικών ρήσεων οι οποίες απαγγέλλονταν από τους αυτοκαβδάλους, οι οποίοι αργότερα ονομάστηκαν και οι ίδιοι ίαμβοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομασία στίχου, μετρικού ποδός και λογοτεχνικού είδους. Η λ. [[είναι]] πιθ. προελληνικής προελεύσεως, όπως [[άλλωστε]] και οι τ. [[διθύραμβος]], [[θρίαμβος]], με τους οποίους ο [[ίαμβος]] παρουσιάζει [[ομοιότητα]] τόσο ως [[προς]] τη [[μορφή]] όσο και ως [[προς]] τη σημ. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. προέρχεται από το <i>ἰά</i> «[[κραυγή]], [[φωνή]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιαμβείος]], [[ιαμβικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιαμβιάζω]], [[ιαμβίζω]], [[ιαμβίς]], [[ιαμβύκη]], [[ιαμβύλος]], [[ιαμβώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ιαμβογράφος]], [[ιαμβοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιαμβέλεγος]], [[ιαμβοειδής]], [[ιαμβόκροτος]], [[ιαμβοφάγος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιαμβανάπαιστος]], [[ιαμβόπλοκος]], [[ιαμβοπυρρίχιος]], <i>ιαμβοτριτεπίτριτος</i>. (Β' συνθετικό) [[μελίαμβος]], [[χορίαμβος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διίαμβος]], <i>ελεγίαμβος</i>, [[ηρωίαμβος]], [[κλεψίαμβος]], [[μιξίαμβος]], [[μολοσσίαμβος]], [[παρίαμβος]], [[στιχίαμβος]], [[τραγίαμβος]], [[χωλίαμβος]].
|mltxt=ο (Α [[ἴαμβος]])<br />[[ποίημα]] που αποτελείται από ιάμβους, που έχει σκωπτικό και υβριστικό χαρακτήρα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από δύο συλλαβές, μία άτονη και μία τονιζόμενη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά (υ-) («εἰς βραχύ τε καὶ μακρὸν γιγνόμενον, καί,... ἴαμβον... ὠνόμαζε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ιαμβικός]] [[στίχος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που σατιρίζεται<br /><b>4.</b> [[είδος]] αυτοσχέδιων δραματικών ρήσεων οι οποίες απαγγέλλονταν από τους αυτοκαβδάλους, οι οποίοι αργότερα ονομάστηκαν και οι ίδιοι ίαμβοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ονομασία στίχου, μετρικού ποδός και λογοτεχνικού είδους. Η λ. [[είναι]] πιθ. προελληνικής προελεύσεως, όπως [[άλλωστε]] και οι τ. [[διθύραμβος]], [[θρίαμβος]], με τους οποίους ο [[ίαμβος]] παρουσιάζει [[ομοιότητα]] τόσο ως [[προς]] τη [[μορφή]] όσο και ως [[προς]] τη σημ. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. προέρχεται από το <i>ἰά</i> «[[κραυγή]], [[φωνή]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιαμβείος]], [[ιαμβικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιαμβιάζω]], [[ιαμβίζω]], [[ιαμβίς]], [[ιαμβύκη]], [[ιαμβύλος]], [[ιαμβώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ιαμβογράφος]], [[ιαμβοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιαμβέλεγος]], [[ιαμβοειδής]], [[ιαμβόκροτος]], [[ιαμβοφάγος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιαμβανάπαιστος]], [[ιαμβόπλοκος]], [[ιαμβοπυρρίχιος]], <i>ιαμβοτριτεπίτριτος</i>. (Β' συνθετικό) [[μελίαμβος]], [[χορίαμβος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διίαμβος]], <i>ελεγίαμβος</i>, [[ηρωίαμβος]], [[κλεψίαμβος]], [[μιξίαμβος]], [[μολοσσίαμβος]], [[παρίαμβος]], [[στιχίαμβος]], [[τραγίαμβος]], [[χωλίαμβος]].
}}
}}