Anonymous

έσχατος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἔσχατος]], -η, -ον<br />Α και [[ἔσχατος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο [[απώτατος]], αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο [[σημείο]], ο [[τελευταίος]] («[[ἔσχατος]] [[θάλαμος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[χειρότερος]], [[κατώτερος]] («ο [[έσχατος]] τών μαθητών»)<br /><b>3.</b> [[τελευταίος]], τελευταίου βαθμού («εσχάτη [[πενία]]»)<br /><b>4.</b> (για χρόνο) ο [[τελευταίος]] [[κατά]] τον οποίο συντελείται [[κάτι]], ο ύστατος («η έσχατη [[ημέρα]] της ζωής μου»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «μέχρις εσχάτων» — [[μέχρι]] τέλους<br />β) «επ' εσχάτων» — προ ολίγου, πρόσφατα, τελευταία<br />γ) <b>(λογ.)</b> «έσχατοι όροι» — ο [[μείζων]] και ο [[ελάσσων]] όρος του συλλογισμού σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[μέσο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπέρτατος]], [[ανώτατος]], βαρύτατος (α. «η εσχάτη τών ποινών» — η ανώτατη [[ποινή]], η [[ποινή]] του θανάτου<br />β. «εσχάτη [[προδοσία]]» — η πιο [[βαριά]], η μεγαλύτερη [[προδοσία]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εσχάτη [[επίκληση]]» — [[επίκληση]] ([[σήμα]]) βοήθειας από [[πλοίο]] που κινδυνεύει, με μεσίστια [[έπαρση]] της σημαίας την [[ημέρα]] ή με πυραύλους και βολές πυροβόλου τη [[νύχτα]]<br />β) «στα έσχατα» — στα τελευταία, στα πιο επικίνδυνα, στα πιο απονενοημένα («με το παραμικρό φθάνει στα έσχατα»)<br />γ) «βρίσκομαι στα έσχατα» — βρίσκομαι στο τελευταίο όριο του βίου, στα τελευταία<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ταπεινός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐσχάτη</i><br />η τελευταία [[μέρα]] του [[μήνα]] («τῆ ἐσχάτη Ἰουλίου»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔσχατον</i><br />ο [[θάνατος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀπὸ ριζῶν ἐσχάτων» — από τα θεμέλια<br />β) «[[ἐμπνέω]] τὰ ἔσχατα» — [[είμαι]] [[ετοιμοθάνατος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />τελευταῑος («ἤλαυνεν [[ἔσχατος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άψυχα ή καταστάσεις) ο [[ανώτερος]] ή [[κατώτερος]] στον βαθμό («ἐσχάτη [[πυρά]]» — η [[κορυφή]] της πυράς)<br /><b>2.</b> (για βαθμό) [[ανώτατος]], ύψιστος<br /><b>3.</b> (για δεινοπαθήματα) ο [[χειρότερος]] («[[ἔσχατος]] [[πόνος]]»)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τὸ ἔσχατον</i><br />α) για τελευταία [[φορά]]<br />β) τελικά<br /><b>5.</b> (το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ.) <i>τo ἔσχατον</i> ή <i>τὰ ἔσχατα</i><br />α) το πιο απομακρυσμένο [[μέρος]] ενός τόπου («τὸ ἔσχατον τῆς ἀγορᾱς», <b>Ξεν.</b>)<br />β) ο [[ανώτατος]] [[βαθμός]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔσχατα</i><br />(στην Αριστοτελική λογ.) α) τα τελευταία τών κατώτερων υποδιαιρέσεων, τα είδη<br />β) τα άτομα<br /><b>7.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἔσχατοι</i><br />α) οι νεοφώτιστοι [[μεγάλης]] ηλικίας<br />β) οι εθνικοί<br />γ) οι άνθρωποι σε [[αντιδιαστολή]] με τους αγγέλους<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔσχατοι ἀνδρῶν» — οι Αιθίοπες<br />β) «τάξιν ἐσχάτην» — το πιο απομακρυσμένο [[μέρος]] του στρατού<br />γ) «ἐξ ἐσχάτων εἰς ἔσχατα» — από το ένα [[άκρο]] στο [[άλλο]]<br />δ) <b>παροιμ.</b> «οὐδεὶς οὐδ' ὁ Μυσῶν [[ἔσχατος]]» — λέγεται για ευτελείς ανθρώπους ή κακοποιούς<br />ε) «ἐς τὸ ἔσχατον» — [[μέχρι]] τέλους, τελευταία<br />στ) «ἐσχάτας [[ὑπὲρ]] ῥίζας» — [[υπεράνω]] της τελευταίας ρίζας του γένους<br />ζ) <b>(λογ.)</b> «ὁ [[ἔσχατος]] [[ὅρος]]» — ο [[τελευταίος]] όρος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εσχάτως</i> (ΑΜ ἐσχάτως)<br />προ ολίγου, πρόσφατα, τελευταία<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ώς το ανώτατο [[σημείο]], υπερβολικά<br /><b>2.</b> σε [[μεγάλη]], σε έσχατη [[ανάγκη]] («ἐσχάτως διακεῑσθαι» — [[φθάνω]] σε [[απόγνωση]], <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράγωγο επίθ. της προθέσεως <i>ἐξ</i> με [[προσθήκη]] καταλήξεως -<i>κατος</i> η οποία περιλαμβάνει ένα υπερωικό [[στοιχείο]] (πρβλ. [[επίθημα]] -<i>κα</i> στο αρχ. ελλ. <i>προ</i>-<i>κα</i> «[[ευθύς]]» και το λατ. <i>reci</i>-<i>pro</i>-<i>cus</i> «[[παλίνδρομος]], [[αντίστροφος]]») κι ένα οδοντικό (πρβλ. τις καταλήξεις τών <i>μεσ</i>(<i>σ</i>)-<i>ατος</i>, <i>τρίτ</i>-<i>ατος</i>). Ο [[σχηματισμός]] του επιθ. προήλθε αναλογικά [[προς]] το <i>έγκατος</i> (από την [[πρόθεση]] <i>εν</i>). Έχουμε [[έτσι]] αρχικό τ. <i>έχσ</i>-<i>κατος</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>eghs</i> «ἐξ») > <i>έσχ</i>-<i>κατος</i> > [[έσχατος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εσχατιά]], <i>εσχάτως</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[εσχατεύω]], [[εσχατίζω]], <i>εσχάτως</i>, [[εσχατώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[εσχατόγηρος]] (-<i>ως</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εσχατοκόλλιον]], [[εσχατόμοιρος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[δευτερέσχατος]], [[πανέσχατος]], [[παρέσχατος]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἔσχατος]], -η, -ον<br />Α και [[ἔσχατος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο [[απώτατος]], αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο [[σημείο]], ο [[τελευταίος]] («[[ἔσχατος]] [[θάλαμος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[χειρότερος]], [[κατώτερος]] («ο [[έσχατος]] τών μαθητών»)<br /><b>3.</b> [[τελευταίος]], τελευταίου βαθμού («εσχάτη [[πενία]]»)<br /><b>4.</b> (για χρόνο) ο [[τελευταίος]] [[κατά]] τον οποίο συντελείται [[κάτι]], ο ύστατος («η έσχατη [[ημέρα]] της ζωής μου»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «μέχρις εσχάτων» — [[μέχρι]] τέλους<br />β) «επ' εσχάτων» — προ ολίγου, πρόσφατα, τελευταία<br />γ) <b>(λογ.)</b> «έσχατοι όροι» — ο [[μείζων]] και ο [[ελάσσων]] όρος του συλλογισμού σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[μέσο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπέρτατος]], [[ανώτατος]], βαρύτατος (α. «η εσχάτη τών ποινών» — η ανώτατη [[ποινή]], η [[ποινή]] του θανάτου<br />β. «εσχάτη [[προδοσία]]» — η πιο [[βαριά]], η μεγαλύτερη [[προδοσία]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εσχάτη [[επίκληση]]» — [[επίκληση]] ([[σήμα]]) βοήθειας από [[πλοίο]] που κινδυνεύει, με μεσίστια [[έπαρση]] της σημαίας την [[ημέρα]] ή με πυραύλους και βολές πυροβόλου τη [[νύχτα]]<br />β) «στα έσχατα» — στα τελευταία, στα πιο επικίνδυνα, στα πιο απονενοημένα («με το παραμικρό φθάνει στα έσχατα»)<br />γ) «βρίσκομαι στα έσχατα» — βρίσκομαι στο τελευταίο όριο του βίου, στα τελευταία<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ταπεινός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐσχάτη</i><br />η τελευταία [[μέρα]] του [[μήνα]] («τῆ ἐσχάτη Ἰουλίου»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔσχατον</i><br />ο [[θάνατος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀπὸ ριζῶν ἐσχάτων» — από τα θεμέλια<br />β) «[[ἐμπνέω]] τὰ ἔσχατα» — [[είμαι]] [[ετοιμοθάνατος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />τελευταῑος («ἤλαυνεν [[ἔσχατος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άψυχα ή καταστάσεις) ο [[ανώτερος]] ή [[κατώτερος]] στον βαθμό («ἐσχάτη [[πυρά]]» — η [[κορυφή]] της πυράς)<br /><b>2.</b> (για βαθμό) [[ανώτατος]], ύψιστος<br /><b>3.</b> (για δεινοπαθήματα) ο [[χειρότερος]] («[[ἔσχατος]] [[πόνος]]»)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τὸ ἔσχατον</i><br />α) για τελευταία [[φορά]]<br />β) τελικά<br /><b>5.</b> (το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ.) <i>τo ἔσχατον</i> ή <i>τὰ ἔσχατα</i><br />α) το πιο απομακρυσμένο [[μέρος]] ενός τόπου («τὸ ἔσχατον τῆς ἀγορᾱς», <b>Ξεν.</b>)<br />β) ο [[ανώτατος]] [[βαθμός]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔσχατα</i><br />(στην Αριστοτελική λογ.) α) τα τελευταία τών κατώτερων υποδιαιρέσεων, τα είδη<br />β) τα άτομα<br /><b>7.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἔσχατοι</i><br />α) οι νεοφώτιστοι [[μεγάλης]] ηλικίας<br />β) οι εθνικοί<br />γ) οι άνθρωποι σε [[αντιδιαστολή]] με τους αγγέλους<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔσχατοι ἀνδρῶν» — οι Αιθίοπες<br />β) «τάξιν ἐσχάτην» — το πιο απομακρυσμένο [[μέρος]] του στρατού<br />γ) «ἐξ ἐσχάτων εἰς ἔσχατα» — από το ένα [[άκρο]] στο [[άλλο]]<br />δ) <b>παροιμ.</b> «οὐδεὶς οὐδ' ὁ Μυσῶν [[ἔσχατος]]» — λέγεται για ευτελείς ανθρώπους ή κακοποιούς<br />ε) «ἐς τὸ ἔσχατον» — [[μέχρι]] τέλους, τελευταία<br />στ) «ἐσχάτας [[ὑπὲρ]] ῥίζας» — [[υπεράνω]] της τελευταίας ρίζας του γένους<br />ζ) <b>(λογ.)</b> «ὁ [[ἔσχατος]] [[ὅρος]]» — ο [[τελευταίος]] όρος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εσχάτως</i> (ΑΜ ἐσχάτως)<br />προ ολίγου, πρόσφατα, τελευταία<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ώς το ανώτατο [[σημείο]], υπερβολικά<br /><b>2.</b> σε [[μεγάλη]], σε έσχατη [[ανάγκη]] («ἐσχάτως διακεῑσθαι» — [[φθάνω]] σε [[απόγνωση]], <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Παράγωγο επίθ. της προθέσεως <i>ἐξ</i> με [[προσθήκη]] καταλήξεως -<i>κατος</i> η οποία περιλαμβάνει ένα υπερωικό [[στοιχείο]] (πρβλ. [[επίθημα]] -<i>κα</i> στο αρχ. ελλ. <i>προ</i>-<i>κα</i> «[[ευθύς]]» και το λατ. <i>reci</i>-<i>pro</i>-<i>cus</i> «[[παλίνδρομος]], [[αντίστροφος]]») κι ένα οδοντικό (πρβλ. τις καταλήξεις τών <i>μεσ</i>(<i>σ</i>)-<i>ατος</i>, <i>τρίτ</i>-<i>ατος</i>). Ο [[σχηματισμός]] του επιθ. προήλθε αναλογικά [[προς]] το <i>έγκατος</i> (από την [[πρόθεση]] <i>εν</i>). Έχουμε [[έτσι]] αρχικό τ. <i>έχσ</i>-<i>κατος</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>eghs</i> «ἐξ») > <i>έσχ</i>-<i>κατος</i> > [[έσχατος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εσχατιά]], <i>εσχάτως</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[εσχατεύω]], [[εσχατίζω]], <i>εσχάτως</i>, [[εσχατώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[εσχατόγηρος]] (-<i>ως</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εσχατοκόλλιον]], [[εσχατόμοιρος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[δευτερέσχατος]], [[πανέσχατος]], [[παρέσχατος]].
}}
}}