Anonymous

αγρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀγρός]])<br /><b>1.</b> [[έκταση]] γης [[προς]] [[καλλιέργεια]] ετήσιων [[φυτών]] και [[μάλιστα]] δημητριακών (στους αρχ. [[συνήθως]] στον πληθ.)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι αγροί</i><br />εκτάσεις γης έξω από την [[πόλη]], η [[εξοχή]] σε [[αντίθεση]] [[προς]] την [[πόλη]] (στους αρχ. και στον εν.)<br />με την [[ίδια]] [[σημασία]] απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή, στο [[τοπωνύμιο]] <i>Λούσιος [[αγρός]], δηλ. «[[περιοχή]] στους Λουσούς» (<i>a</i>-<i>ko</i>-<i>ro</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> «ἀγρὸν ἠγόρασε», γι’ αυτόν που αδιαφορεί εντελώς για [[κάτι]] (η φρ. από την Καινή Διαθήκη, <i>Λουκάς</i> ιδ΄, 18).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συγγενές με το σανσκρ. <i>ajra</i>-, το λατ. <i>ager</i> (= [[αγρός]]), πιθανότατα από επαυξημένη [[ρίζα]] του <i>ἄγω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγρότης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγρεῖος]], <i>ἀγριώτης</i>, [[ἀγρόθεν]], [[ἀγρόνδε]], [[ἀγρότερος]] (Ι), [[ἀγροτήρ]], [[ἀγρωστήρ]], [[ἀγρώστης]], [[ἄγρωστις]], [[ἀγρώτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άγρωστη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀγροκήπιον]], [[ἀγρόκηπος]], [[ἀγροκόμος]], [[ἀγρονόμος]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγροβότης]], [[ἀγρογείτων]], [[ἀγροδίαιτος]], [[ἀγρομενής]], [[ἀγρόνομος]], [[ἀγρονόμος]] (ΙΙ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγροβιολόγος]], [[αγροδεσπότης]], [[αγροδικείο]], [[αγροδότης]], <i>αγροζημία</i>, <i>αγροζημιωτής</i>, [[αγροκαλλιέργεια]], [[αγροκατοικία]], [[αγροκλοπή]], [[αγρόκτημα]], [[αγρολήπτης]], [[αγροληψία]], <i>αγρομετεωρολογία</i>, [[αγρομέτρης]], [[αγρομίσθωμα]], [[αγρομίσθωση]], [[αγρόπολη]], [[αγρόσκυλος]], [[αγροφάγος]], [[αγροφθορά]], [[αγροφύλακας]]].
|mltxt=ο (Α [[ἀγρός]])<br /><b>1.</b> [[έκταση]] γης [[προς]] [[καλλιέργεια]] ετήσιων [[φυτών]] και [[μάλιστα]] δημητριακών (στους αρχ. [[συνήθως]] στον πληθ.)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι αγροί</i><br />εκτάσεις γης έξω από την [[πόλη]], η [[εξοχή]] σε [[αντίθεση]] [[προς]] την [[πόλη]] (στους αρχ. και στον εν.)<br />με την [[ίδια]] [[σημασία]] απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή, στο [[τοπωνύμιο]] <i>Λούσιος [[αγρός]], δηλ. «[[περιοχή]] στους Λουσούς» (<i>a</i>-<i>ko</i>-<i>ro</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> «ἀγρὸν ἠγόρασε», γι’ αυτόν που αδιαφορεί εντελώς για [[κάτι]] (η φρ. από την Καινή Διαθήκη, <i>Λουκάς</i> ιδ΄, 18).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Συγγενές με το σανσκρ. <i>ajra</i>-, το λατ. <i>ager</i> (= [[αγρός]]), πιθανότατα από επαυξημένη [[ρίζα]] του <i>ἄγω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγρότης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγρεῖος]], <i>ἀγριώτης</i>, [[ἀγρόθεν]], [[ἀγρόνδε]], [[ἀγρότερος]] (Ι), [[ἀγροτήρ]], [[ἀγρωστήρ]], [[ἀγρώστης]], [[ἄγρωστις]], [[ἀγρώτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άγρωστη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀγροκήπιον]], [[ἀγρόκηπος]], [[ἀγροκόμος]], [[ἀγρονόμος]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγροβότης]], [[ἀγρογείτων]], [[ἀγροδίαιτος]], [[ἀγρομενής]], [[ἀγρόνομος]], [[ἀγρονόμος]] (ΙΙ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγροβιολόγος]], [[αγροδεσπότης]], [[αγροδικείο]], [[αγροδότης]], <i>αγροζημία</i>, <i>αγροζημιωτής</i>, [[αγροκαλλιέργεια]], [[αγροκατοικία]], [[αγροκλοπή]], [[αγρόκτημα]], [[αγρολήπτης]], [[αγροληψία]], <i>αγρομετεωρολογία</i>, [[αγρομέτρης]], [[αγρομίσθωμα]], [[αγρομίσθωση]], [[αγρόπολη]], [[αγρόσκυλος]], [[αγροφάγος]], [[αγροφθορά]], [[αγροφύλακας]]].
}}
}}