3,276,318
edits
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀγοράζω]])<br />[[αποκτώ]], [[προμηθεύομαι]] [[κάτι]] [[έναντι]] χρημάτων, [[ψωνίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσπαθώ]] να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «του [[παίρνω]] [[λόγια]]»<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>αγοράζομαι</i><br />δωροδοκούμαι<br /><b>3.</b> (παθ. μτχ.) <i>αγορασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που αποκτήθηκε με χρήματα, ο [[αγοραστός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σέ πουλάει και σέ αγοράζει», για πανέξυπνο ή πονηρό άνθρωπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συχνάζω]] στην [[αγορά]]<br /><b>2.</b> (για στρατιώτες) [[καταλαμβάνω]] τον [[τόπο]] της αγοράς<br /><b>3.</b> περιφέρομαι άσκοπα στην [[αγορά]]<br /><b>4.</b> ([[μέσο]] και παθ. με [[μέση]] σημ.) [[αγοράζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=(Α [[ἀγοράζω]])<br />[[αποκτώ]], [[προμηθεύομαι]] [[κάτι]] [[έναντι]] χρημάτων, [[ψωνίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσπαθώ]] να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «του [[παίρνω]] [[λόγια]]»<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>αγοράζομαι</i><br />δωροδοκούμαι<br /><b>3.</b> (παθ. μτχ.) <i>αγορασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που αποκτήθηκε με χρήματα, ο [[αγοραστός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σέ πουλάει και σέ αγοράζει», για πανέξυπνο ή πονηρό άνθρωπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συχνάζω]] στην [[αγορά]]<br /><b>2.</b> (για στρατιώτες) [[καταλαμβάνω]] τον [[τόπο]] της αγοράς<br /><b>3.</b> περιφέρομαι άσκοπα στην [[αγορά]]<br /><b>4.</b> ([[μέσο]] και παθ. με [[μέση]] σημ.) [[αγοράζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀγορασία]], [[ἀγόρασις]]. | ||
}} | }} |