3,270,629
edits
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[αἰσθητής]])<br /><b>1.</b> (στον Πλάτωνα) αυτός που αισθάνεται, που νιώθει ή καταλαβαίνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (στον Καβάφη) η λ. σημαίνει [[άνθρωπος]] με καλλιτεχνική [[ευαισθησία]], [[εραστής]] του ωραίου («Κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων»)<br /><b>3.</b> στη Νεοελληνική η [[λέξη]] δηλώνει γενικότερα τον οπαδό του ρεύματος του λογοτεχνικού αισθητισμού.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο (Α [[αἰσθητής]])<br /><b>1.</b> (στον Πλάτωνα) αυτός που αισθάνεται, που νιώθει ή καταλαβαίνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (στον Καβάφη) η λ. σημαίνει [[άνθρωπος]] με καλλιτεχνική [[ευαισθησία]], [[εραστής]] του ωραίου («Κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων»)<br /><b>3.</b> στη Νεοελληνική η [[λέξη]] δηλώνει γενικότερα τον οπαδό του ρεύματος του λογοτεχνικού αισθητισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. που χρησιμοποιεί ο [[Πλάτων]] <span style="color: red;"><</span> [[αἰσθάνομαι]]. Στον Καβάφη και στη γενικότερη [[χρήση]] της στη Νεοελληνική αποτελεί [[πιθανώς]] [[απόδοση]] του γαλλ. <i>esthete</i>, ο «[[εστέτ]]», που πλάστηκε στα Γαλλικά από τον Goncourt το 1882 από το αρχ. ελλην. [[αἰσθητής]]<br />εν τοιαύτη περιπτώσει πρόκειται για αντιδάνειο της Ν. Ελληνικής]. | ||
}} | }} |