3,277,040
edits
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάσχετος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να αναχαιτιστεί, να σταματήσει<br />«ακατάσχετη [[ορμή]], [[φλυαρία]], [[αιμορραγία]]»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατασχέθηκε αναγκαστικά (για την [[ικανοποίηση]] του δανειστή) ή που δεν υπόκειται σε [[κατάσχεση]]<br /><b>2.</b> το ουδέτ. και ως ουσιαστικό, <i>το ακατάσχετον</i><br />«το ακατάσχετον του μισθού».<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάσχετος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να αναχαιτιστεί, να σταματήσει<br />«ακατάσχετη [[ορμή]], [[φλυαρία]], [[αιμορραγία]]»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατασχέθηκε αναγκαστικά (για την [[ικανοποίηση]] του δανειστή) ή που δεν υπόκειται σε [[κατάσχεση]]<br /><b>2.</b> το ουδέτ. και ως ουσιαστικό, <i>το ακατάσχετον</i><br />«το ακατάσχετον του μισθού».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κατέχω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκατασχεσία]]. | ||
}} | }} |