Anonymous

ακατάσχετος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάσχετος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να αναχαιτιστεί, να σταματήσει<br />«ακατάσχετη [[ορμή]], [[φλυαρία]], [[αιμορραγία]]»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατασχέθηκε αναγκαστικά (για την [[ικανοποίηση]] του δανειστή) ή που δεν υπόκειται σε [[κατάσχεση]]<br /><b>2.</b> το ουδέτ. και ως ουσιαστικό, <i>το ακατάσχετον</i><br />«το ακατάσχετον του μισθού».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κατέχω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκατασχεσία]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάσχετος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να αναχαιτιστεί, να σταματήσει<br />«ακατάσχετη [[ορμή]], [[φλυαρία]], [[αιμορραγία]]»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατασχέθηκε αναγκαστικά (για την [[ικανοποίηση]] του δανειστή) ή που δεν υπόκειται σε [[κατάσχεση]]<br /><b>2.</b> το ουδέτ. και ως ουσιαστικό, <i>το ακατάσχετον</i><br />«το ακατάσχετον του μισθού».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κατέχω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκατασχεσία]].
}}
}}